Σχολεία – Έρευνα ΟΛΜΕ: Το 40% των μαθητών θα μπορούσε να βρίσκεται εκτός πολυπληθών τμημάτων

Σχολεία – Έρευνα ΟΛΜΕ: Το 40% των μαθητών θα μπορούσε να βρίσκεται εκτός πολυπληθών τμημάτων

Με έρευνα του το Κέντρο Μελετών και τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ αποδομεί έναν προς έναν τους ισχυρισμούς του υπουργείου Παιδείας για έλλειψη αιθουσών ώστε να μοιραστούν τα παιδιά ανά τάξη αλλά και το περίφημο «17 παιδιά κατά μέσο όρο ανά τάξη» που ειπώθηκε από τα υπουργικά χείλη της Νίκης Κεραμέως στην έναρξη της σχολικής χρονιάς

Ο σκοπός της έρευνας αφορούσε την τεκμηρίωση του αιτήματος της ΟΛΜΕ για λειτουργία των σχολείων με 15 μαθητές ανά τμήμα κατ’ ανώτατο όριο σε συνθήκες πανδημίας

Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο της έρευνας που αναφέρει ότι αν το υπουργείο Παιδείας είχε εκπονήσει ένα σχέδιο ώστε να αξιοποιήσει και μόνο τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία, 4 στους 10 μαθητές δεν θα φοιτούσαν πλέον σε πολυπληθή και κυρίως σε υπερμεγέθη τμήματα. Μια τέτοια λύση, αν είχε δρομολογηθεί νωρίς, θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που θα είχε σαν στόχο το όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα για μεγαλύτερη υγειονομική ασφάλεια.

Παρουσίαση αρχικών στοιχείων έρευνας του ΚΕΜΕΤΕ

Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας του ΚΕΜΕΤΕ, το πρώτο στάδιο της οποίας διεξήχθη με τη μέθοδο συμπλήρωσης ερωτηματολογίων που εστάλησαν σε σχολεία της χώρας, συνάγονται με βάση τις απαντήσεις που αφορούν ποσοστό 19% επί του συνόλου του μαθητικού δυναμικού σε όλη την Ελλάδα και 25% επί του συνόλου του μαθητικού δυναμικού στην Αττική.

Σύμφωνα με αυτά, δεν ευσταθεί και είναι έωλο καταρχάς το στοιχείο ότι ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τμήμα σε όλη την Ελλάδα είναι 17, με το οποίο το Υπουργείο ενημέρωσε την κοινή γνώμη, γιατί χρησιμοποίησε στατιστικά αποτελέσματα τα οποία διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.

Η πραγματική εικόνα της κατάστασης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν απεικονίζεται από τον μ.ό. των 17 μαθητών, αλλά από τη διάμεσο (αυτή που είναι μεγαλύτερη ή ίση από το 50% των παρατηρήσεων και μικρότερη ή ίση από το υπόλοιπο 50%) που είναι 22 μαθητές. Τα πρώτα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι πάνω από 9 στους 10 μαθητές συνωστίζονται σε πολυπληθή ή υπερμεγέθη τμήματα όπου είναι αδύνατον να τηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών.

Συγκεκριμένα:

• 34% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 16-21 μαθητών

• στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 32%

• 63% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 22-27 μαθητών

• στην Αττική το ποσοστό ανεβαίνει στο 67%

• μάλιστα 23% των μαθητών πανελλαδικά (το ¼ του μαθητικού δυναμικού) φοιτούν σε τμήματα των 25-27 μαθητών.

• στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 22%.

Από την συνολική εικόνα που μας δίνουν τα παραπάνω στοιχεία, το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%.

Πολύ μακριά από την πραγματικότητα, επίσης, είναι και το στοιχείο που δόθηκε στη δημοσιότητα με δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών του Υπουργείου Παιδείας ότι η μείωση του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά τμήμα θα είχε ημερήσιο κόστος 10.000.000€, αφού με βάση τα ως τώρα στοιχεία της έρευνάς μας, το κόστος αυτό φαίνεται να είναι πολύ μικρότερο. Συγκεκριμένα, κυμαίνεται μεταξύ 700.000 με 800.000€ , ποσό που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από το ποσό των 10.000.000€. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος που προκύπτει αναλογικά, δεν ξεπερνά τα 220.000.000€ για πλήρη λειτουργία των σχολείων (Σεπτέμβριος έως και Ιούνιος).

Όσον αφορά στο επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας ότι δεν υπάρχουν κενές αίθουσες στις λειτουργούσες σχολικές μονάδες ούτε κενά σχολικά κτίρια, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι:

• Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, το ΥΠΑΙΘ δεν έκανε καμία ενέργεια πριν την έναρξη της θερινής περιόδου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης χώρων για την τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων με αναλυτική χαρτογράφηση όλων των κενών χώρων εντός και εκτός σχολείων (μη λειτουργούντα σχολικά κτίρια, δημοτικοί χώροι πολιτισμού, βιβλιοθήκες κ.λ.π.)

• Με βάση τα στοιχεία που έχει ως τώρα το ΚΕΜΕΤΕ στη διάθεση του (στο σύντομο χρονικό διάστημα του ενός μηνός) σχετικά με τις ήδη υπάρχουσες ελεύθερες αίθουσες εντός των σχολικών μονάδων, ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν σε πολυπληθή τμήματα (27 μαθητών) θα μπορούσε να μειωθεί άμεσα ως και 63%, ανάλογα με το μέγεθος των τμημάτων

• Η συνολική ένταση του προβλήματος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 41% και μόνο με την έγκαιρη αξιοποίηση κενών αιθουσών που υπάρχουν στα λειτουργούντα σχολεία.

• Μία άλλη σίγουρη πηγή κενών αιθουσών είναι τα σχολεία που έκλεισαν την προηγούμενη δεκαετία. Ο αριθμός τους ξεπερνά τα 2.000. Η Ιταλία με μαθητικό πληθυσμό εξαπλάσιο του ελληνικού, είχε ανακοινώσει 3.000 νέα σχολεία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να καλύψει μέρος των κτηριακών αναγκών της μέσα από αυτήν την πηγή, αρκεί να υπάρξει χαρτογράφηση των αναγκών και των διαθέσιμων τέτοιου είδους χώρων κατά περιοχή και εφόσον οι χώροι αυτοί διαμορφωθούν κατάλληλα, ώστε να πληρούν προϋποθέσεις εκπαιδευτικές, υγειονομικές και κτηριακής ασφάλειας. Ανάλογα και με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορούν χρησιμοποιηθούν και άλλα δημόσια κτήρια, όπως χώροι πολιτισμού, μουσεία, πολιτιστικά κέντρα βιβλιοθήκες κ.λπ., που διαθέτουν πάρα πολλοί δήμοι σε όλη την Ελλάδα (σύμφωνα και με τις προτάσεις του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ).

Συμπερασματικά, αν το ΥΠΑΙΘ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο ώστε να αξιοποιήσει και μόνο τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία, 4 στους 10 μαθητές δεν θα φοιτούσαν πλέον σε πολυπληθή και κυρίως σε υπερμεγέθη τμήματα. Μια τέτοια λύση, αν είχε δρομολογηθεί νωρίς, θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που θα είχε σαν στόχο το όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα για μεγαλύτερη υγειονομική ασφάλεια για τη σχολική κοινότητα και κατ’ επέκταση και για την κοινωνία στο σύνολό της. Επίσης, θα μείωνε σημαντικά τις πιθανότητες μιας εκ νέου αναστολής της λειτουργίας των σχολείων και των επιπτώσεών της στον μαθητικό πληθυσμό.

Τα σχόλια είναι κλειστά.