Η «Κ» παρακολούθησε το μεγάλο συνέδριο για τη σχέση της επιστήμης με την εφαρμοσμένη πολιτική στην Ακαδημία Αθηνών.
Ζούμε στην πιο «επιστημονική» εποχή κι όμως η επιστήμη γίνεται πεδίο αμφισβήτησης και εκμετάλλευσης, με πολλούς επιστήμονες να θεωρούν πως η πολιτική αγνοεί ή παραχαράσσει την επιστημονική γνώση, παρότι διεκδικεί το φωτοστέφανό της για τις πολιτικές αποφάσεις. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και τη θορυβώδη και ταχύτατη είσοδό τους στην καθημερινή ζωή, σε συνθήκες μιας μόνιμης κρίσης: Από την οικονομική κρίση στην πανδημία και από την περιβαλλοντική και κλιματική κρίση στις πολλαπλές προκλήσεις για τη δημόσια υγεία. Κάθε χρόνο ξεπερνούν τα εφτά εκατομμύρια οι επιστημονικές δημοσιεύσεις! Ωστόσο, μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας νιώθει πως είναι στο περιθώριο των κέντρων λήψης των αποφάσεων, που λαμβάνονται με βάση οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα, συχνά κάνοντας λαθροχειρίες στην επιστημονική γνώση. Η περίοδος της πανδημίας ήταν χαρακτηριστική. Αλλες φορές, καυτά συμπεράσματα επιστημονικών ερευνών αγνοούνται ή παραμερίζονται επιδεικτικά από κυβερνήσεις· το παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής είναι αποκαλυπτικό.
Σε κρίσιμους καιρούς
Οι προβληματισμοί αυτοί τέθηκαν στο επίκεντρο ενός πολύ σημαντικού διεθνούς συνεδρίου που διεξήχθη στην Ακαδημία Αθηνών από την Πέμπτη 15 Μαΐου μέχρι το Σάββατο 17 Μαΐου με τίτλο «Επιστήμη και πολιτική στους καιρούς της μόνιμης κρίσης και της διαφωνίας». Το συνέδριο συνδιοργανώνεται από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιστημόνων για την Κοινωνική και Περιβαλλοντική Υπευθυνότητα (ENSSER), το Μαριολοπούλειο – Καναγκίνειο Ιδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος και το Κέντρον Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, με τη συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό (διά ζώσης ή ψηφιακά).
Το «σκοτεινό τούνελ» όπου χάνεται η γνώση-1
«Θα έλεγα πως υπάρχει κάτι που το χαρακτηρίζω “σκοτεινό τούνελ”, μέσα στο οποίο χάνεται η γνώση που παράγεται από την επιστημονική έρευνα και δεν φτάνει στην πολιτική για να αποφασίσει. Ξοδεύονται εκατομμύρια για έρευνα, για καθαρή γνώση, κι αυτή μένει συχνά ανεκμετάλλευτη», λέει στην «Κ» η ομότιμη καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Παθολογικής Ανατομικής του ΕΚΠΑ Πολυξένη Νικολοπούλου-Σταμάτη, πρόεδρος του ENSSER και γραμματέας του Μαριολοπουλείου – Καναγκινείου Ιδρύματος. «Αναρωτιέμαι τι φταίει. Συχνά κάποιοι από τους επιστημονικούς συμβούλους των πολιτικών δεν είναι οι κατάλληλοι, επιλέγονται με την ικανότητα προσαρμογής στους προϊσταμένους τους και όχι με την επιστημονική τους αξία και ανεξαρτησία. Αλλες φορές το πολιτικό δυναμικό είναι εξαιρετικά ανεκπαίδευτο. Σήμερα υπάρχει τεράστιος όγκος πληροφορίας, θέλει ικανότητα να ξεχωρίσει το ουσιαστικό και να γίνει γνώση και επίγνωση», συμπληρώνει. Η κ. Νικολοπούλου-Σταμάτη αναφέρει παραδείγματα από επιστημονικές μάχες που έχει δώσει για δεκαετίες όσον αφορά τοξικά χημικά που χρησιμοποιεί η βιομηχανία και λειτουργούν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, προκαλώντας σοβαρές βλάβες στην υγεία. «Τα μεγάλα συμφέροντα προσπαθούν με κάθε τρόπο να θολώσουν τα νερά και να καθυστερήσουν τις αναγκαίες αποφάσεις», τονίζει.
Από την όξινη βροχή
«Παλιότερα οι κυβερνήσεις αγνοούσαν επίμονα τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων ότι μεγάλο μέρος της όξινης βροχής οφείλεται στα ορυκτά καύσιμα που περιέχουν θείο. Επίσης, ότι η τρύπα του όζοντος σχετίζεται με εκπομπές ανθρωπογενών αερίων. Είδε κι έπαθε η επιστημονική κοινότητα μέχρι να τις πείσει. Ανάλογες δυσκολίες συναντάμε και με την κλιματική αλλαγή, για να πείσουμε πως οι ακραίες συνθήκες που εμφανίζονται και η κλιματική αποσταθεροποίηση οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρωπο», λέει στην «Κ» ο Χρήστος Ζερεφός, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρος του Μαριολοπούλειου – Καναγκίνειου Ιδρύματος Επιστημών Περιβάλλοντος. Ωστόσο, ο κ. Ζερεφός τονίζει πως η επιμονή των επιστημόνων φέρνει αποτέλεσμα. «Με χαρά συνάντησα τον καθηγητή Τζιμ Σκι, επικεφαλής της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή σήμερα. Και οι δύο μας είχαμε δώσει με επιτυχία παλιότερα μάχες για την όξινη βροχή και τη στοιβάδα του όζοντος», σημειώνει. «Δεν μπορούν μεμονωμένες πολιτικές αποφάσεις να επηρεάσουν μακροπρόθεσμα την επιστημονική έρευνα και τις αποφάσεις που θα πάρουν οι κοινωνίες μας. Εξάλλου τα επόμενα 20 χρόνια η ίδια η φύση θα μας οδηγήσει στις αποφάσεις για την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα. Η φύση θα αποφασίσει και όχι τα συμφέροντα», υπογραμμίζει ο γ.γ. της Ακαδημίας.
Η επιρροή της οικονομίας
«Η επιστήμη και η πολιτική αναπτύχθηκαν υπό την αυξανόμενη επιρροή ολοένα πιο ισχυρών και επιθετικών οικονομικών συμφερόντων. Καθώς η “επιστήμη” έχει χάσει μεγάλο μέρος της προηγούμενης δημόσιας αυθεντίας και νομιμότητάς της, τα εμπορικά συμφέροντα –τα οποία ήταν επί δεκαετίες οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες, ιδιοκτήτες και δικαιούχοι της “δημόσιας”, δηλαδή κυβερνητικής και στρατιωτικής επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης– παρουσιάζονται ότι επιδιώκουν ως μόνο στόχο τη γνώση και την καινοτομία για το “κοινό καλό”, ενώ αποκρύπτουν ή αρνούνται τον αυξανόμενο έλεγχο που ασκούν στην επιστημονική έρευνα, στις επενδύσεις, στους κανονισμούς και στις καινοτομίες», σημειώνει το ENSSER. Τι θα μπορούσε να γίνει;
«Το πρώτο μέτρο είναι η κατάκτηση της ανεξαρτησίας της επιστημονικής έρευνας. Το δεύτερο είναι η διαφάνεια, η ανοικτή πρόσβαση και συζήτηση. Η επιστήμη δεν μπορεί να είναι “μαύρο κουτί”. Υπάρχουν επιστημονικές διαφωνίες, διαφορετικές προσεγγίσεις, αδιευκρίνιστα σημεία. Η επιστήμη προχωράει με το ερώτημα. Αρα χρειάζεται περισσότερος ανοικτός διάλογος. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις λένε “αυτό λέει η επιστήμη” για να κλείσουν τη συζήτηση. Τρίτον, ακριβώς λόγω των αδιευκρίνιστων πλευρών είναι σημαντικό να υιοθετούμε την αρχή της προφύλαξης, δηλαδή δεν κάνουμε πράγματα για τα οποία υπάρχει ανοικτό ερώτημα για το εάν είναι απειλητικά για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Αυτό αφορά τη χημική βιομηχανία, τη φαρμακοβιομηχανία κ.λπ. Επίσης, χρειάζεται προσοχή στην ταχύτητα εισαγωγής νέων τεχνολογιών χωρίς δικλίδες ασφαλείας, όπως για παράδειγμα με την τεχνητή νοημοσύνη», τονίζει η κ. Νικολοπούλου-Σταμάτη.
Η ισορροπία μεταξύ επιστημονικής ανεξαρτησίας και πραγματικότητας
Από τις πιο ενδιαφέρουσες και βιωματικές εισηγήσεις στο συνέδριο ήταν αυτή της Βραζιλιάνας ερευνήτριας Λαρίσα Μιες Μπομπάρντι, η οποία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη θέση της ως καθηγήτριας στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, λόγω της δημοσίευσης ενός επιστημονικού άτλαντα για τις τρομερές συνέπειες στην υγεία των αγροτών και των οικογενειών τους (ειδικά των παιδιών) από τη χρήση φυτοφαρμάκων. Η εκστρατεία εναντίον της κλιμακώθηκε –και από φίλους της κυβέρνησης Μπολσονάρο– με απειλές για την καριέρα αλλά και τη ζωή της όταν η μελέτη δημοσιεύθηκε στα αγγλικά και βρέθηκαν στην Ευρώπη, σε βραζιλιάνικα βιολογικά προϊόντα μάλιστα, υπολείμματα φυτοφαρμάκων, με αποτέλεσμα μεγάλο πλήγμα στις εξαγωγές. Το οξύμωρο ήταν πως πολλά φυτοφάρμακα ήταν ευρωπαϊκής παραγωγής, απαγορευόταν όμως η χρήση τους στην Ευρώπη, κάτι που χαρακτηρίστηκε «χημική αποικιοκρατία». Η κ. Μπομπάρντι έφυγε από τη Βραζιλία το 2021 μαζί με τα δύο παιδιά της.
Η δρ Ρικάρντα Στάινμπρεχερ από τη Βρετανία περιέγραψε ότι είχε προσπαθήσει να σταματήσει εξορύξεις που έπλητταν τη θαλάσσια ζωή, θεωρώντας πως εάν εξηγήσει την επιστημονική θέση ότι όλα αποτελούν ένα «σύστημα» αλληλοεξαρτώμενο θα ήταν απλό. «Συνειδητοποίησα πως γνώριζαν την έννοια του συστήματος – απλά υπήρχαν οικονομικά συμφέροντα»… Αυτή είναι η «άβολη αλήθεια» για την οποία μίλησε και η καθηγήτρια Μπομπάρντι. Ο καθηγητής Ιγκνάσιο Σαπέλα από το Τμήμα Επιστημών Περιβάλλοντος του Μπέρκλεϊ σημείωσε ότι «δυστυχώς για πολλούς επιστήμονες στις σχολές το βασικό είναι να υπάρχει χρηματοδότηση σε κάποιο ερευνητικό πρόγραμμμα – το ποιος και γιατί πληρώνει, εάν αυτό είναι χρήσιμο για τον κόσμο, δεν απασχολεί».
Η Βραζιλιάνα ερευνήτρια Λαρίσα Μιες Μπομπάρντι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα έπειτα από πιέσεις, όταν δημοσίευσε μελέτη για τον κίνδυνο από τα φυτοφάρμακα.
Συχνά, οι κυβερνήσεις αναζητούν ένα επιστημονικό προκάλυμμα για προειλημμένες αποφάσεις. Στην παρέμβασή του ο Ερικ Μίλστοουν, από το Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, σημείωσε πως «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιθυμούν τα επιστημονικά συμβουλευτικά όργανα να παρέχουν γνωμοδοτήσεις οι οποίες κλείνουν τις συζητήσεις, αντί να τις συνεχίζουν ή να τις επεκτείνουν». Ζητούν γνωμοδοτήσεις για «να μπορούν να ισχυριστούν ότι κάνουν αυτό που επιτάσσει η επιστήμη, όσο παραπλανητικό κι αν είναι αυτό».
Εντός Ε.Ε.
Στα εμπόδια που συναντά η νομοθεσία περιβαλλοντικής προστασίας σε επίπεδο Ε.Ε. αναφέρθηκε η δρ Μπάρμπαρα Μπεράρντι Ταντιέ, διευθύντρια Ερευνας στη γαλλική περιβαλλοντική οργάνωση Pollinis. «Η διαδικασία καταχώρισης φυτοφαρμάκων βασίζεται σε έναν συνδυασμό κανονισμών και διοικητικών και τεχνικών οδηγιών. Στην πράξη όμως κάποια από αυτά τα καθοδηγητικά έγγραφα, τα οποία είναι μείζονος σημασίας για την εκτίμηση των κινδύνων κάποιου φυτοφαρμάκου, δεν έχουν ενημερωθεί, εγκριθεί, ή καν συνταχθεί. Αυτό συνέβη και στο καθοδηγητικό έγγραφο για τις μέλισσες, το οποίο δημοσιεύθηκε από την EFSA το 2013, αλλά δεν υιοθετήθηκε ποτέ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διότι δεν εγκρίθηκε από τη Μόνιμη Επιτροπή Φυτών, Ζώων, Τροφίμων και Ζωοτροφών (SCoPAFF), έναν κρίσιμο αλλά ελάχιστα γνωστό κρίκο στην αλυσίδα λήψης αποφάσεων της Ε.Ε.», είπε η δρ Ταντιέ, αποδίδοντας το γεγονός σε συντονισμένο ρόλο της βιομηχανίας για την αποδόμηση της επιστημονικής και πολιτικής συναίνεσης γύρω από το έγγραφο.
Πώς μπορείς να επιδιώκεις και να κατακτάς την επιστημονική συναίνεση; Ο καθηγητής Τζιμ Σκι, επικεφαλής της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), περιέγραψε τον σχεδόν… εξαντλητικό τρόπο διαβούλευσης σε πολλά επίπεδα (επιστημονικό και κυβερνητικό) και στάδια για την κατάληξη των εκθέσεων της Επιτροπής, με τρόπο όμως που τελικά γίνεται ευρύτατα αποδεκτός σε επιστημονικό επίπεδο.
Για το περιβάλλον της «νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας» μίλησε ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ, Μπράιν Γουίν. «Εχει προκύψει μια θεμελιώδης αλλαγή. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ του επίσημου δημόσιου λόγου “της ανεξαρτησίας της επιστήμης (από οποιαδήποτε ιδιωτικά συμφέροντα ή επιρροές)”, και της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί από τα μέσα του 20ού αιώνα, ότι δηλαδή η επιστήμη που θεωρείται δημόσια και ανεξάρτητη έχει επί δεκαετίες καταστεί ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη από ιδιωτικούς εταιρικούς φορείς και συμφέροντα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι σημαντικοί φορείς ιδιωτικών συμφερόντων ασκούν παγκοσμίως εξουσία επί κυβερνήσεων», τόνισε ο κ. Γουίν, ο οποίος έθεσε ζήτημα ανάδειξης της καινοτομίας που πάει κόντρα στο ρεύμα.
Η δρ Ιρίνα Κάστρο από το Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα στην Πορτογαλία υπογράμμισε την ανάγκη αμφισβήτησης των οικονομικών πιέσεων, με επιστημονικό διάλογο, επιστημονική πολυμορφία και πιο συστηματική εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης.
Για τον ορισμό της «φιλικής επιστήμης» μίλησε ο δρ Εφρέμ Πάρντνερ, συνεργάτης του Πανεπιστημίου Ζυρίχης και μέλος της κίνησης Κριτικοί Επιστήμονες Ελβετίας. Τόνισε πως πρέπει να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη, η περιέργεια και η διαρκή έρευνα, να ξεπεραστεί η λογική ελέγχου της φύσης και των κοινωνιών. «Προτείνουμε τον όρο “φιλικές επιστήμες” για να συμπεριλάβουμε μορφές επιστήμης που θα βασίζονται στην αμοιβαία ευθύνη και την πολιτισμένη διαφωνία και θα μας επιτρέπουν να εναρμονιστούμε καλύτερα με τη φύση. Οι φιλικές επιστήμες ενθαρρύνουν τη δημοκρατική παραγωγή γνώσης και την υπεύθυνη κριτική έρευνα με σκοπό την κάλυψη των αναγκών των σημερινών και μελλοντικών γενεών και τις κοινωνικο-οικολογικές τους σχέσεις».
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ