Άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη:Από τον Καρυωτάκη στον Καρυώτη

Από τον Καρυωτάκη στον Καρυώτη

Από τον Καρυωτάκη στον ΚαρυώτηΤου Χρήστου Χωμενίδη

“Πώς καταντήσαμε έτσι;” “Ζούγκλα γίναμε!” “Η Ελλάδα σήμερα σκοτώνει τα παιδιά της!”

Τέτοια, κι ακόμα πιο σπαραχτικά, ακούγονταν από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, δημοσιεύονταν στο διαδίκτυο, από την ώρα που έγινε γνωστό το έγκλημα στην αποβάθρα του Πειραιά ώσπου να κηδευτεί ο Αντώνης Καρυώτης και να στραφεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στις πλημμύρες στον κάμπο.

Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω κάθετα. Η μοίρα του Αντώνη Καρυώτη στάθηκε απαράλλακτη με την επί αιώνες, επί χιλιετίες μοίρα όσων διέφεραν σωματικά ή διανοητικά. Όταν λέω “διέφεραν”, δεν εννοώ απαραίτητα “υπολείπονταν”. Το ελάχιστο φάλτσο στην κυρίαρχη ομοιομορφία, ακόμα και αν σήμαινε ταλέντο, χάρισμα, στοχοποιούνταν. Με το δρεπάνι έκοβαν όποιο στάχυ περίσσευε από το δεμάτι. Με τον δηλητηριώδη λόγο, την καζούρα -μετά ξυλοφορτώματος πολύ συχνά-, τον αποκλεισμό, τιμωρούσαν όποιον δεν τους έμοιαζε. Δυσανεκτικοί, αμείλικτοι, δολοφονικοί. Κατά τα άλλα ευσεβείς χριστιανοί, υποδειγματικοί πατριώτες.

Να θυμίσω τον Γιαννούλη Χαλεπά, τον μεγαλύτερο ίσως στον καιρό του γλύπτη στην Ευρώπη (αυτό βεβαίως το συνειδητοποιήσαμε εκ των υστέρων), που η μάνα του τον συνέτριψε ψυχικά, οι συγγενείς του τον έκλεισαν στο τρελοκομείο, οι συγχωριανοί του τον αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδι; Τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, ο οποίος εικόνισε τον κόσμο πιο πολύχρωμο, πιο παραμυθένιο από όσους έπιασαν ποτέ στην Ελλάδα χρωστήρα; Τα γράφει ο Νίκος Εγγονόπουλος στο αριστουργηματικό του ποίημα, “Η Μπαλάντα της Ψηλής Σκάλας”. “Ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε σε μια ψηλή σκάλα -αυτόπτες μάρτυρες το λεν- ίσως να ζωγραφίσει μιαν επιγραφή, ίσως ακόμα για να συμπληρώσει το πάνω μέρος μιας συνθέσεώς του ηρωικής. Αλητόπαιδες -αλητόπαιδες που με τον καιρό ανδρωθήκαμε και γεράσαν κι επέθαναν ευυπόληπτοι και “φιλήσυχοι αστοί”- αλητόπαιδες για να παίξουν και να γελάσουν ετραβήξανε τη σκάλα την ψηλή. Κι ως γκρεμοτσακιζόντανε έντρομος ο Θεόφιλος από τα ύψη, επρόσμενε ελεεινός σακάτης, θέλεις κι ακόμα λιώμα, στο χώμα να βρεθεί…”

Τον Χαλεπά και τον Θεόφιλο τουλάχιστον τους γνωρίζουμε. Υποκλινόμαστε στα βάσανα τους όσο και στο μεγαλείο τους. Πόσες μυριάδες άλλοι πετιούνταν από τις κοινότητές τους σαν την τρίχα απ’το ζυμάρι, θάβονταν ζωντανοί σε “άσυλα”-μπουντρούμια, ξεχνιούνταν κι από τους εξ αίματος εγγύτερούς τους; “Ντρέπονταν καν να πουν ότι τον είχαν στείλει στη Λέρο…” μού έλεγε ένας φίλος ψυχίατρος. ” “Ο θείος μετανάστευσε στην Αυστραλία” ισχυρίζονταν στον περίγυρό τους…” Εάν μια κοπέλα πιανόταν να έχει προγαμιαίες σχέσεις και οι γονείς και τα αδέλφια της δεν κατάφερναν να κουκουλώσουν το “αμάρτημά” της, παντρεύοντάς την άρον-άρον με όποιον λάχαινε, την έδιωχναν από το σπίτι με τις πέτρες. Δεν πάει να κατέληγε στην πόλη πόρνη; Τα νέα δύσκολα θα έφταναν στο χωριό…

Αναψηλαφώντας την υποφωτισμένη κοινωνική μας ιστορία, οι ερευνητές έρχονται αντιμέτωποι με κάθε λογής φρίκη. Το γνωμικό “ο γέρος θα πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο…” ηχεί σαν ένα συμπέρασμα της εμπειρικής ιατρικής, εκπεφρασμένο κάπως σκωπτικά. Θα αποτροπιάζαμε εάν μαθαίναμε ότι στην πάμπτωχη αγροτική Ελλάδα τους ηλικιωμένους, που δεν μπορούσαν πλέον να θρέψουν καν τον εαυτό τους, όχι σπάνια τους γκρέμιζαν ή τους δηλητηρίαζαν. Δεν το πιστεύετε; Διαβάστε όσα γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, με αφορμή τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη, για το άγος των θηλυκοκτονιών τον 19ο αιώνα στα νησιά. Σκότωναν κοριτσάκια βρέφη και έτσι απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να τα προικίσουν. Η γραία Φραγκογιαννού αποτελεί το λογοτεχνικό απείκασμα της ειδεχθούς εκείνης πρακτικής…

Έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του 1980, για να φανούν κάποιοι φωτισμένοι επιστήμονες, να αγωνιστούν για την από-ασυλοποίηση, να συγκρουστούν με αραχνιασμένες συνειδήσεις, ώστε να κλείσει τελικά το κολαστήριο της Λέρου. Έπρεπε να εκπεμφθούν από την τηλεόραση και στην πιο απόμακρη γωνιά της ελληνικής υπαίθρου τα σύγχρονα ήθη, ώστε η βαρβαρότητα να απονομιμοποιηθεί.
Για αυτό και είμαι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι σε όλους εκείνους που νοσταλγούν, που εξιδανικεύουν το παρελθόν. Χάσαμε, λένε, την ιδιοπροσωπία μας. Γλυτώσαμε, απαντώ, από τον χειρότερο μας εαυτό.

Τον Αντώνη Καρυώτη τον έπνιξαν όμως μόλις προχθές. Επιβιώνει προφανώς ο πρωτογονισμός, ελλοχεύει μέσα σε αρκετούς συμπολίτες μας πνεύμα βάναυσο, δολοφονικό και ψάχνει αφορμή για να εκφραστεί. Ο χαμός του, από την άλλη, δεν πέρασε στο ντούκου ούτε στα ψιλά. Χάρη στην τεχνολογία, στις κάμερες, το μαρτύριό του καταγράφηκε και δημοσιοποιήθηκε. Και ο κόσμος αγανάκτησε. Εξεγέρθηκε. Όπως δεν θα το έκανε μια γενιά πριν, όταν πολλοί θα τα έριχναν στην “κακιά την ώρα”, στον “συγγνωστό εκνευρισμό του πληρώματος”.

Όχι, η κοινωνία μας δεν έχει καταντήσει ζούγκλα. Βελτιώνεται αντιθέτως. Αποκτά καθημερινά κι εντονότερη ενσυναίσθηση, αποδοκιμάζει το κακό, θωρακίζεται απέναντί του. Αντιδρά σπασμωδικά; Αποσπασματικά; Μελοδραματικά; Αντιδρά πάντως.

“Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους. Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής όταν ακούσεις ανθρώπους…” έγραφε το 1927 ο Κώστας Καρυωτάκης. Έχουμε διανύσει μεγάλο δρόμο από τότε. Κοντεύουμε στο ξέφωτο.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέαςhttps://www.capital.gr/

Τα σχόλια είναι κλειστά.