Καλή Καλό: Η αγωνίστρια ηθοποιός, η εξορία, η μεγάλη καριέρα και ο χαμός που την σημάδεψε

Πλήρης ημερών έφυγε από τη ζωή η ηθοποιός του θεάτρου Καλή Καλό
Άλλη μία μεγάλη της σκηνής έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, η Καλή Καλό, όπως ήταν γνωστή με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο.

Το πραγματικό της όνομα ήταν Καλλιόπη Δαμβέργη και γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 1926, με καταγωγή από το Ρέθυμνο. Μητέρα της ήταν η Χρύσα, κόρη του στρατηγού Γ. Καλοχριστιανάκη, υπασπιστή του Ελευθέριου Βενιζέλου, επίσης ηθοποιός και μια χειραφετημένη για την εποχή γυναίκα. Πατέρας της ήταν ο Νίκος Δαμβέργης, της οικογένειας των φαρμακοβιομηχάνων.

Η πρώτη παρουσία της Καλής σε θεατρική παράσταση ήταν σε ηλικία μόλις τριών ετών, στη Δασκαλίτσα του Ντάριο Νικκοντέμι, μετά από απόφαση της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θέατρο της οποίας έπαιζε η μητέρα της.

Ο πρώτος πραγματικός της ρόλος, όμως, ήταν σε ηλικία 5 ετών, ειδικά γραμμένος για αυτήν από τον Σπύρο Μελά, στο έργο του «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία παίζοντας δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη και στο ζεύγος Μουσούρη στο θέατρο «Αλίκη». Τόση ήταν η επιτυχία, ώστε ο Αττίκ έστειλε τον διευθυντή της «Μάντρας» του να ζητήσει από τη μητέρα της συνεργασία.

Και όταν αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της, εκείνος έγραψε της «Μπέμπας» τραγούδια και παρλάτες, την δίδαξε ηθοποιία, της έδωσε το ψευδώνυμο «Καλή Καλό» και την εμφάνισε σε παραστάσεις του.

Παράλληλα, μαθήτευε επί πολλά χρόνια στη σχολή κλασικού μπαλέτου του Βασιλικού (σήμερα Εθνικού) Θεάτρου και άλλες. Σχηματιζόταν έτσι μια εικόνα της ως παιδιού-θαύματος, κάτι σαν την Σίρλεϊ Τεμπλ της Ελλάδας, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, ωστόσο, το διαζύγιο των γονιών της και ο πόλεμος διέκοψαν αυτή την εξέλιξη, καθώς μητέρα και κόρη άρχισαν να περιοδεύουν με «μπουλούκια» στην επαρχία για την επιβίωσή τους.

Η σύλληψη στο θέατρο και η εξορία
Η μεταπολεμική ένταξή της στο ΚΚΕ οδήγησε στη σύλληψή της το 1947 από το θέατρο, ενώ εμφανιζόταν στην επιθεώρηση «Το παρδαλό κατσίκι», και στον εκτοπισμό της για έξι μήνες στην Ικαρία.

Είχε αναπτύξει μια μεγάλη φιλία με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο.

Δύο φίλοι και πολιτικοί σύντροφοι: η Καλή Καλό και ο Γιάννης Ρίτσος

Μετά την επιστροφή από την εξορία, που συμπίπτει με την ενηλικίωσή της (σ.σ. στα 21 χρόνια, τότε), η Καλή Καλό δημιούργησε τον δικό της θίασο το 1950 και ερμήνευσε ρόλους σε όλα τα είδη του θεάτρου – βαριετέ, επιθεώρηση, οπερέτα, ελεύθερο θέατρο, και πρόζα.

Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Μινωτή, Κυβέλη, Μιράντα Μυράτ, Κατράκη, Τραϊφόρο, Χριστόφορο Νέζερ, Αυλωνίτη, Μαυρέα, Κοκκίνη, Σταυρίδη, Καλουτά, Ρένα Ντορ και Ρένα Βλαχοπούλου.

Επίσης πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ, παίζοντας έργα των Μπρεχτ, Πιραντέλλο και άλλων μεγάλων συγγραφέων. Το γεγονός ωστόσο ότι δεν την ενδιέφερε ο κινηματογράφος και έπαιξε μόνο σε 4 κινηματογραφικές ταινίες, συνετέλεσε στο να είναι σχεδόν άγνωστη στις νεότερες γενεές. Στο τέλος της σταδιοδρομίας της εμφανίσθηκε και σε λίγες τηλεοπτικές σειρές.

Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Καλό έμαθε μόνη της ξένες γλώσσες και ακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές στην παιδοψυχολογία στη Λωζάνη και, συγκεκριμένα, στα συστήματα των Μοντεσσόρι, Ντεκρολύ και Πεσταλότσι. Είναι, μάλιστα, δημιουργός των «Πρότυπων Εκπαιδευτηρίων Καλής Δαμβέργη».

Έκανε μεγάλη καριέρα στο θέατρο, αλλά δεν την ενδιέφερε καθόλου ο κινηματογράφος

Η γνωριμία με τον Ζαχαριάδη
Για τη γνωριμία της με τον Νίκο Ζαχαριάδη είχε πει η ίδια, σε συνέντευξή της:

«Είχε έρθει από την εξορία στην Ελλάδα για να δει τους συντρόφους του. Μαζευτήκαμε όλοι με την κομμουνιστική ομάδα του θεάτρου. Εγώ θα ήμουν 17 ετών τότε. Μπαίνει μέσα, σηκώθηκαν όλοι, χειροκρότημα. Κάτι λέει, φεύγει, όρθιοι πάλι, χειροκρότημα. Ξανάρχεται, το ίδιο! Αυτό θα έγινε άλλες πέντε-έξι φορές. Με την παιδική μου αφέλεια, όταν μας έδωσε τον λόγο, σήκωσα πρώτη-πρώτη το χέρι. ‘Σ’ ακούμε, συντρόφισσα’, μου κάνει. Λέω: ‘Σύντροφε Ζαχαριάδη, μπαίνεις-βγαίνεις, ξαναμπαίνεις-ξαναβγαίνεις και σηκωνόμαστε όλοι και χειροκροτάμε. Γιατί να γίνεται αυτό, μία φορά καλά δεν είναι;’».

«Τα έχασε προς στιγμήν ο άνθρωπος και μου απάντησε ήπια: ‘Σωστό! Κοίτα, μικρή συντρόφισσα, άμα θες, εσύ μην το κάνεις’. Οι άλλοι, όμως, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές, φώναζαν: ‘Διαγραφή! Έξω γρήγορα!’. Με πιάνει ένα κλάμα και πάω κάτω στο υπόγειο και βρίσκω τον καθοδηγητή μου, τον μπαρμπα-Λυκούρη, Θεός σχωρέστον. ‘Μη μου κλαις’, μου κάνει. Και συνεχίζει: ‘Θέλεις να είσαι καλός κομμουνιστής; Θα είσαι ‘βλέπε – άκου – σώπα’. ‘Και πώς θα λέμε τη γνώμη μας;’, τον ξαναρωτάω. ‘Μόνο εκεί όπου χρειάζεται’, ήταν η απάντησή του».

Ο χαμός που την σημάδεψε
Η ηθοποιός πραγματοποίησε τρεις γάμους. Τον πρώτο ανήλικη, το 1945, με τον φοιτητή τότε της Σχολής Ικάρων Γιώργο Μαμαλάκη, που σκοτώθηκε ένα έτος αργότερα, προτού γεννηθεί η κόρη τους Γιούλη.

Το 1957 παντρεύτηκε τον Δημήτρη Βαλμά, τον οποίο είχε γνωρίσει σε περιοδεία στη Σύρο και μαζί έζησαν στη Θεσσαλονίκη.

Τέλος, από το 1959 έως το 1979 ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο Κώστα Καρανικόλα, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Χρήστο.

Σε ηλικία 13 ετών, ο Χρήστος τραυματίσθηκε σοβαρά από έκρηξη σε πείραμα χημείας και, παρά το ότι η μητέρα του ξόδεψε όλη της την περιουσία για να θεραπευθεί, απεβίωσε το 1988, σε ηλικία 27 ετών. Για χρόνια μετά την απώλεια του γιου της, η ηθοποιός είχε αποτραβηχτεί στην Αστυπάλαια.

Μάλιστα, τον περασμένο Ιούλιο βρέθηκαν σε σπίτι όπου διέμενε η ηθοποιός στην Άνω Κυψέλη, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, τα οστά του γιου της.

Μητέρα και γιος ήταν πολύ δεμένοι και η ίδια δεν ήθελε να αποχωριστεί τα οστά του γιου της. Μάλιστα, όπως είχε δηλώσει, «δεν ήθελα, δεν μπορούσα να ανακατευθούν με άλλα».

Τους τελευταίους μήνες, ζούσε στο Γηροκομείο Αθηνών, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 97 ετών.

Τα σχόλια είναι κλειστά.