Πού βρίσκονται σήμερα οι «πρωταγωνιστές» ιστοριών που συγκλόνισαν

Πού βρίσκονται σήμερα οι «πρωταγωνιστές» ιστοριών που συγκλόνισαν

Ενα ταξίδι που μετατράπηκε σε οδύσσεια, ένα ατύχημα που πέρα από το σώμα χάραξε και την ψυχή, μια ημέρα στη δουλειά που έγινε εφιάλτης, ένα δρομολόγιο ρουτίνας που διακόπηκε βίαια, μια εκδρομή αναψυχής με τραγικό τέλος… Οι οκτώ άνδρες και γυναίκες που μιλούν σήμερα στα «ΝΕΑ» είναι στο σύνολό τους άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Από τη μια στιγμή στην άλλη, όμως, χρίστηκαν άθελά τους πρωταγωνιστές υποθέσεων που θα απασχολούσαν τα πρωτοσέλιδα για ημέρες ή και για χρόνια. Θυμούνται τις στιγμές που ο χρόνος πάγωσε, περιγράφουν τα καθοριστικότερα δευτερόλεπτα της ζωής τους και αποτιμούν όσα έχουν κληροδοτήσει αυτά στο σήμερα.

Θύμιος Μπουγάς

Θύμα bullying

«Δεν ήθελα ποτέ να με λυπούνται. Μόνο δουλειά και σεβασμό ήθελα»

«Δεν καταλάβαινα γιατί με κυνηγάνε και τι ήθελαν. Ηταν με μηχανάκια και αυτοκίνητα. Μου πετούσαν λάμπες φθορίου, μπουκάλια, ό,τι έβρισκαν. Ετρεχα να ξεφύγω. Μου κλείνανε τον δρόμο και πάλι έτρεχα. Μια νύχτα δεν βγήκα καθόλου από το σπίτι που έμενα τότε, αν και πεινούσα. Την επόμενη βγήκα πάλι να ψάξω για καλώδια στους κάδους, να τα καθαρίσω με μαχαιράκι από το πλαστικό τους, να πουλήσω τον χαλκό και να αγοράσω φαγητό. Με είδαν και με κυνήγησαν πάλι. Με τράβηξαν βίντεο. Οπως έμαθα μετά και ντράπηκα πολύ, το ανέβασαν στο Διαδίκτυο και έλεγαν ότι γυρίζω με τσεκούρι και φοβίζω τον Πύργο. Οταν φέτος, μετά από οκτώ χρόνια πήγα στην Κρήτη και είδα την αδελφή και τα ανίψια μου, ντρεπόμουν πάλι που ίσως σκέφτηκαν για λίγο ότι εγώ με τσεκούρι τρόμαζα τους ανθρώπους, ενώ κρυβόμουν ακριβώς για να μη βλέπουν οι άνθρωποι το πρόσωπό μου και φοβούνται…». Με λόγο όλο παράπονο ο 39χρονος Θύμιος Μπουγάς περιγράφει το μαρτύριο που επί μακρόν βίωνε, έχοντας μπει στο «στόχαστρο» νεαρών τραμπούκων λόγω μιας δυσμορφίας στο πρόσωπο, συνεπεία σοβαρού τραυματισμού το 2008.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να εξαφανιστεί από προσώπου γης για περίπου 40 ημέρες. Αργότερα, πληροφορήθηκε ότι η σεναριογράφος Νατάσα Μποζίνη τον αναζητούσε με σκοπό να τη βοηθήσει μαζί με άλλους εθελοντές. Σήμερα, έχοντας πια αφήσει τον εφιάλτη του bullying πίσω του, ζει στην Αθήνα, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που τον στηρίζουν, ενώ μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής λιμενικών υπηρεσιών του Πειραιά του προσέφερε την εργασία που τόσο είχε ανάγκη. «Δεν ήθελα ποτέ να με λυπούνται. Μόνο δουλειά και σεβασμό ήθελα. Τα βρήκα αυτά τώρα που ήρθα στην Αθήνα. Η Νατάσα είναι σαν αδελφή μου. Μου γνώρισε φίλους και ανθρώπους που με βοηθούν μέχρι και σήμερα να γίνω καλά και να πάρω τη ζωή μου πίσω. Στην αρχή δεν πίστευα το πόσοι άνθρωποι νοιάστηκαν για εμένα. Δεν είχα συνηθίσει. Θα ήθελα να μάθω τα ονόματα αυτών των ανθρώπων και να τους πω ένα προσωπικό ευχαριστώ».

Οσον αφορά στην αποκατάσταση της υγείας του, αυτή αποτελεί πλέον υπόθεση εξειδικευμένων γιατρών του Ευγενίδειου Θεραπευτηρίου και του «Ευαγγελισμού».

Σπύρος Τέσκος
Ναυαγός «Εξπρές Σαμίνα»

«Το ναυάγιο είναι μια πληγή που δεν κλείνει, απλά με τον χρόνο πάει πιο πίσω»

Βράδυ Τρίτης, 26 Σεπτεμβρίου 2000. Το «Εξπρές Σαμίνα» έσκιζε τα φουρτουνιασμένα κύματα του αρχιπελάγους. Είχαν περάσει έξι ώρες από τον απόπλου από τον Πειραιά με προορισμό τα λιμάνια Πάρου, Νάξου, Ικαρίας, Σάμου, Πάτμου και Λειψών. Ωστόσο, λίγο πριν προσεγγίσει τον πρώτο σταθμό του, το μικρό ποστάλι θα προσκρούσει στις βραχονησίδες Πόρτες και θα καταλήξει στον βυθό του Αιγαίου, παίρνοντας μαζί του 81 από τους 533 επιβαίνοντες.

Ανάμεσα σε αυτούς που βρέθηκαν να παλεύουν για να κρατηθούν ζωντανοί στα σκοτεινά νερά του Αιγαίου ήταν και ο Σπύρος Τέσκος από την Ικαρία: «Το καράβι είχε πολύ κόσμο και ο καιρός «φρεσκάριζε», μέχρι που λίγο μετά τις 22.00 χτυπήσαμε στα βράχια. Ο,τι έγινε έγινε πολύ γρήγορα και σχεδόν σε μισή ώρα το φέρι βούλιαξε. Ολες αυτές τις στιγμές επικρατούσε πανικός και ο καθένας αυτοσχεδίαζε προκειμένου να σωθεί. Αλλος έπεφτε στη θάλασσα, άλλος περίμενε πάνω στο πλοίο…».

Οπως περιγράφει, ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να μπουν σε λέμβους. «Εγώ ταξίδευα μαζί με τρεις συμπατριώτες μου και πέσαμε τελευταία στιγμή στη θάλασσα. Ωστόσο, δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε και μας τράβηξε η δίνη. Δυστυχώς, οι δύο φίλοι μου πνίγηκαν, ο Γιώργος Λουκάς και ο Γιώργος Κοτσωρνίθης. Εγώ και η κόρη του Λουκά βγήκαμε επάνω. Ημασταν τυχεροί» εξηγεί με εμφανή συναισθηματική φόρτιση. Επειτα, το απόλυτο σκοτάδι και φωνές απόγνωσης. «Μέχρι τις 00.15 ήμασταν στο νερό, πλάι σε άλλους που σώθηκαν και σορούς, χωρίς καμία ένδειξη για βοήθεια» προσθέτει. Τότε ήταν που άρχισαν να φτάνουν τα παριανά τρεχαντήρια που έσωσαν πολύ κόσμο.

«Το ναυάγιο αυτό είναι μια πληγή που δεν κλείνει, απλά με τον χρόνο πάει πιο πίσω, καθώς άλλα «δυστυχήματα» έρχονται μπροστά σου. Αυτές οι εικόνες δεν ξεχνιούνται ποτέ, τα κλάματα των ανθρώπων ηχούν στο μυαλό σου, όμως ο καθένας – άλλος πιο εύκολα και άλλος πιο δύσκολα – μαθαίνει να ζει με αυτό και ίσως γίνεται και καλύτερος άνθρωπος» λέει ο Σπύρος Τέσκος και καταλήγει: «Δυστυχώς, οι νησιώτες είναι καταδικασμένοι να ταξιδεύουν με ό,τι πλοία τους παρέχονται. Ζητούμε την ίδια αντιμετώπιση με την υπόλοιπη επικράτεια, με τη στεριανή Ελλάδα».

Αλέξανδρος Νικολόπουλος
Εργαζόμενος υποκαταστήματος Marfin Σταδίου

«Φώναζαν “να πεθάνετε όλοι”…»

«Είπαν ότι θα μας κάψουν και το έκαναν, μας είχαν προειδοποιήσει…» λέει ο Αλέξανδρος Νικολόπουλος, που φτάνοντας με τους συναδέλφους του, στις 5 Μαΐου 2010 στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, είδαν γραμμένο το σύνθημα: «ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΨΟΥΜΕ».

«Καθόμουν στον ημιώροφο και έβλεπα τους διαδηλωτές που περνούσαν σε κύματα. Ξαφνικά, βγήκαν τρεις κουκουλοφόροι. Κινήθηκαν προς την τράπεζα, έσπασαν τα τζάμια και έριξαν εύφλεκτο υλικό.Η μία ήταν γυναίκα, κάτω από το full face φαινόταν μια ξανθιά κοτσίδα. Οι περισσότεροι φοβήθηκαν κι άρχισαν να ανεβαίνουν προς τα πάνω. Δεν κατάλαβαν ότι το κτίριο θα γεμίσει καπνό. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο καπνό. Ηταν ένα μαύρο πυκνό πράγμα που μπορούσες να το πιάσεις». Ο Αλέξανδρος κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση. «Πέρασα μέσα από τη φωτιά. Πήρα το ρίσκο να μπω στον κλωβό, αν και δεν ήξερα ότι θα λειτουργήσει. Ημουν ο πρώτος που βγήκε έξω. Βγήκα με κοστούμι και γραβάτα και έπεσα πάνω στο πλήθος. Μου πετούσαν κομμάτια γυαλί από τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου που έσπαγαν δίπλα. Φώναζαν «να πεθάνετε όλοι»… Μια άρρωστη κοινωνία».

Σε κατάσταση σοκ παρακολουθούσε την προσπάθεια διάσωσης των συναδέλφων του. «Ενας κατάφερε και ξήλωσε τον εξαερισμό. Οι περισσότεροι βγήκαν από την τρύπα αυτή και πέρασαν στο απέναντι κτίριο, αλλιώς θα μιλούσαμε για 15 νεκρούς» τονίζει. Για ώρες οι τηλεοράσεις μετέδιδαν αυτά που ο ίδιος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς. Η ύπαρξη νεκρών κυκλοφορούσε ακόμα ως φήμη.

«Ευτυχώς τα καταφέραμε όλοι» είπε σε έναν από τους πυροσβέστες. Η απάντηση του πάγωσε το αίμα: «Φίλε, τρία άτομα είναι μέσα…».

«Η Αγγελική, τεσσάρων μηνών έγκυος, η Παρασκευή και ο Επαμεινώνδας έφυγαν από τη ζωή από αναθυμιάσεις. Ο διευθυντής προσπάθησε να κάνει αυτό που έκανα κι εγώ αλλά δεν κατάφερε να φτάσει στον κλωβό, έχασε τη ζωή του στις σκάλες από αναθυμιάσεις. Η Αγγελική πάγωσε και η Παρασκευή δεν κατάφερε να πηδήξει» λέει ο Αλέξανδρος, που θυμάται ακόμα πως την αποφράδα εκείνη μέρα άκουσε τον πατέρα του να κλαίει για πρώτη φορά.

Από τότε τίποτα δεν είναι το ίδιο: «Αναθεωρήσαμε όλοι τα πάντα. Σκέψου ότι κανένας δεν κάνει πια την ίδια δουλειά. Για έναν χρόνο έμπαινα σε μαγαζιά και έψαχνα την έξοδο κινδύνου. Ευτυχώς, όμως, οι άνθρωποι με έναν μαγικό τρόπο αποσύρουν τα κακά από τη μνήμη τους».

Κάλλι Αναγνώστου
Εγκαυματίας της πυρκαγιάς στο Μάτι

«Ενας πόλεμος εν καιρώ ειρήνης, με 104 νεκρούς και 60 ζωντανούς νεκρούς»

Τον Ιούλιο του 2018 η Κάλλι Αναγνώστου ταξίδεψε με τον γιο της από το Ντουμπάι στην Ελλάδα. Ηθελαν να περάσουν το καλοκαίρι στο Μάτι, για να παίξει ο μικρός δίπλα στη θάλασσα με τον παππού και τη γιαγιά. «Ηρθαμε για να μην μας κάψει ο ήλιος και καήκαμε κυριολεκτικά» λέει. Στο 80% του κορμιού και του προσώπου της υπάρχουν μέχρι και σήμερα τα σημάδια της πύρινης λαίλαπας. Υπάρχουν ακόμα νευρικές απολήξεις που δεν δίνουν σήμα ή δίνουν λάθος σήμα, οι πόνοι στο κορμί της δεν έχουν υποχωρήσει και το δέρμα της έχει χάσει την ελαστικότητά του. «Προσπαθώ να καλύπτω τα σημάδια μου ακόμα και με ενδυματολογικές… τρέλες. Δεν είναι εύκολο για μια γυναίκα να αποδεχτεί τη νέα της εικόνα. Δυστυχώς, ζούμε σε μια κοινωνία που δεν μπορεί να αποδεχτεί τη διαφορετικότητα ακόμα κι αν έχει επέλθει με αυτό τον τρόπο» συνεχίζει, περιγράφοντας τον εαυτό της ως «ζωντανή νεκρή».

«Ενας πόλεμος εν καιρώ ειρήνης, με 104 νεκρούς και 60 ζωντανούς νεκρούς, που φέρουν ακόμα τα σημάδια στην ψυχή και στο κορμί τους. Είμαστε οι ζωντανοί που φέρουμε τη φωνή των νεκρών. Εκείνη την ημέρα πεθάναμε σωματικά και ψυχικά και αναγκαστήκαμε να δημιουργήσουμε έναν άλλον εαυτό για να αντέξουμε να ζούμε». Ο γιος της, 10 χρόνων σήμερα, είναι ο μικρότερος εγκαυματίας. Τα πλάνα που τον αποτυπώνουν εγκλωβισμένο στα βράχια της παραλίας του Ματιού, στην αγκαλιά της μαμάς και της γιαγιάς του, με εμφανή τα σημάδια της φωτιάς στο σώμα του, ταξίδεψαν σε ολόκληρο τον κόσμο. «Είναι εικόνες που θα τον συνοδεύουν για πάντα» λέει η Κάλλι. «Κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις μνήμης της 23ης Ιουλίου έχω την τιμή να διαβάζω τα ονόματα των νεκρών. Κάθε χρόνο σκέφτομαι πως το δικό μου όνομα κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται στη λίστα. Οταν διασωληνώθηκα, οι γιατροί μου έδωσαν τρεις ώρες ζωής. Με κράτησαν ζωντανή μόνο για να με αποχαιρετήσουν οι δικοί μου» περιγράφει η εγκαυματίας που έμεινε 66 ημέρες στο νοσοκομείο και έναν χρόνο σε κατ’ οίκον νοσηλεία. Αυτό που περιμένει τώρα είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη. «Θα μας φανεί περίεργο αν συμβεί, βέβαια. Αλλωστε, οι ευθύνες έχουν μετατοπιστεί σε εμάς. Από θύματα έχουμε μετατραπεί σε θύτες» καταλήγει με νόημα.

Ανδρέας Οικονόμου
Επιβάτης «Norman Atlantic»

«Αυτό που έχει μείνει είναι οι φοβίες και η αδιαφορία των υπαιτίων»

Φωτιά και θάνατος. Αυτές οι δύο λέξεις έρχονται στη μνήμη στο άκουσμα του ονόματος «Norman Atlantic», του πλοίου που το ξημέρωμα της 28ης Δεκεμβρίου του 2014 τυλίχθηκε στις φλόγες μεσοπέλαγα, στο στενό του Οτράντο, στην Αδριατική. Τραγικός απολογισμός του δυστυχήματος: 11 νεκροί και 18 αγνοούμενοι. Η πυρκαγιά ξεσπά στο γκαράζ λίγες ώρες μετά την αναχώρηση από την Ηγουμενίτσα με προορισμό την Ανκόνα και γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλους τους χώρους του οχηματαγωγού.

Εικόνες της τραγωδίας δίνει ο Ανδρέας Οικονόμου, ο οποίος επέβαινε στο «Norman Atlantic» με τη γυναίκα και την κόρη του. «Πηγαίναμε στη Βενετία, όμως, αντί του πλοίου που ξέραμε ότι θα ταξιδέψουμε αντικρίσαμε το συγκεκριμένο. Το άλλαξαν χωρίς καμία ειδοποίηση και κάτι δεν μας άρεσε από την πρώτη στιγμή» θυμάται. Οι καιρικές συνθήκες ήταν άσχημες, με κρύο, χαλάζι και πολλά μποφόρ. «Προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε, όταν κάποια στιγμή η κόρη μου είδε από το παράθυρο τις φλόγες. Στην αρχή δεν μπορείς να πιστέψεις ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μόλις ανοίξαμε την πόρτα της καμπίνας, αντικρίσαμε τον απόλυτο χαμό. Παντού καπνός και καμία ειδοποίηση από πουθενά».

Η λέξη «μπάχαλο», συνεχίζει, είναι λίγη για να περιγράψει τις πρώτες στιγμές αυτού που μετέπειτα θα εξελισσόταν στη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία των τελευταίων 10 ετών. Στα πόδια του ένιωθε τη λαμαρίνα να πυρώνει. «Μια βάρκα πρόλαβε να κατέβει και εμείς με άλλα 78 άτομα καταφέραμε να μπούμε. Εκεί ζήσαμε και τη μεγαλύτερη περιπέτεια. Ακουγες μόνο σιωπή και προσευχές».

Ακολούθησε η δεύτερη πράξη του δράματος, όταν με τη σωστική λέμβο προσέγγισαν ένα σκάφος που είχε σπεύσει για βοήθεια. Μέσα στα μανιασμένα κύματα προσπαθούσαν με μια ανεμόσκαλα να ανέβουν στο «Spirit of Piraeus». Κάποιοι συνεπιβάτες τους, ωστόσο, δεν τα κατάφεραν. Χάθηκαν στα κύματα. «Τότε κοιταχτήκαμε με τη γυναίκα μου και είπαμε πως δεν θα το επιχειρήσουμε. Μετά από ώρα μάς πλησίασε ένα άλλο εμπορικό, από το οποίο έριξαν δίχτυα και μας μάζεψαν σαν τα ψάρια. Ετσι σωθήκαμε».

Αναφερόμενος στις «ουλές» που άφησε το δυστύχημα στον ίδιο και στην οικογένεια του ξεσπά σε λυγμούς: «Νόμιζα ότι μετά από τόσο καιρό δεν θα με επηρέαζε, αλλά είναι κάτι δεν ξεπερνιέται. Αυτό που έχει μείνει σήμερα είναι οι φοβίες, η ανασφάλεια και η αδιαφορία των υπαιτίων».

Τα σχόλια είναι κλειστά.