Χρήστος Χωμενίδης : Ξενύχτι

Είναι τα νεκρικά ξενύχτια ευλαβικά, βουβά, αντάξια του τρομερού αινίγματος που συνιστά ο θάνατος για τους ζώντες; Κάθε άλλο! Γύρω από το φέρετρο στήνεται ένα κωμικοτραγικό μονόπρακτο που περιέχει ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Κατά την ελληνική παράδοση τον νεκρό τον ξενυχτούν. Στο σπίτι του. Τον σαβανώνουν, τον στολίζουν και τον ξαπλώνουν στη σάλα, εκεί όπου έτρωγε, έπαιζε με τα παιδιά του, γλεντούσε, άραζε και διάβαζε εφημερίδα. Τον κρατούν από τη δύση μέχρι την ανατολή του ήλιου, ώσπου να φέξει και να τον μεταφέρουν στην εκκλησία για την τελετή.

Το έθιμο έχει εδώ και κάμποσες δεκαετίες ατονίσει. Ο κανονισμός των πολυκατοικιών απαγορεύει τις νεκρικές αγρυπνίες, για λόγους ψυχικής, υποθέτω, κυρίως υγιεινής. Για να κρατιούνται οι άνθρωποι σε μια στοιχειώδη απόσταση από το πένθιμο και το μακάβριο. Ο θάνατος στον καιρό μας βιώνεται σαν εξαφάνιση. Σαν απουσία. «Μέχρι χθες ήταν εδώ, ανάμεσά μας. Τώρα πλέον λείπει. Στη θέση του ένα κενό…» Η φυσική τάξη δεν παραδέχεται κενά, σπεύδει να τα γεμίσει. Eτσι λοιπόν παρηγοριέται ο κόσμος σήμερα. Με την άρση της απουσίας, τη διαδοχή, την υποκατάσταση. Κι ας είναι βιαστική, κι ας είναι άγαρμπη, κι ας μοιάζει συχνά με πασάλειμμα.

Εκφράζεται εντούτοις και η αντίθετη άποψη. Πως τον νεκρό πρέπει να τον ξενυχτάς. Να μένεις ώρες και ώρες εμπρός στο λείψανο. Να επιστρατεύεις όλο το κουράγιο σου για να δεις και να αντέξεις. Να γίνεσαι έστω κουρέλι, η καταρράκωση αποτελεί αναγκαίο στάδιο, οδηγεί – λένε – προς την αποδοχή, τη συμφιλίωση, την κάθαρση. Εάν ακολουθήσεις τα μοντέρνα και μεταμοντέρνα ήθη, εάν αποστρέψεις το πρόσωπο, εάν βιαστείς να γυρίσεις σελίδα, η λιποψυχία θα σου βγει σε κακό. O,τι δείλιασες να ξεπροβοδίσεις συντετριμμένος, ό,τι έκρυψες μέσα σε σφραγισμένη κάσα θα σε στοιχειώσει. Θα καταντήσει τύψη, αγωνία, νεύρωση. Εφιάλτης. Μην αποδίδοντας στον θάνατο τις τιμές που του αρμόζουν, χάνεις ανεπαισθήτως τη χαρά της ζωής.

Σωστή ή λάθος, η άποψη υπέρ της αγρυπνίας αποδεικνύεται βαθιά ριζωμένη. Εδώ και δέκα κιόλας μέρες, η κοινωνία μας ξενυχτάει νοερά τους αδικοχαμένους των Τεμπών. Κι ας έχουν τελεστεί οι κηδείες τους και ας μας τροφοδοτεί ακατάπαυστα η ειδησεογραφία με καινούργια γεγονότα, εξελίξεις, ανατροπές. Εμείς εκεί. Κοκκαλωμένοι. Αναυδοι. Αδυνατούμε ή αρνούμαστε να ξεκολλήσουμε από την καταστροφή που ανέτρεψε τον κόσμο όπως νομίζαμε ότι τον ξέραμε. Παίζουμε και ξαναπαίζουμε – λούπα – στον νου και στην καρδιά μας τις στιγμές πριν και μετά από τη σύγκρουση των τρένων.

Είναι τα νεκρικά ξενύχτια ευλαβικά, βουβά, αντάξια του τρομερού αινίγματος που συνιστά ο θάνατος για τους ζώντες; Κάθε άλλο! Γύρω από το φέρετρο στήνεται ένα κωμικοτραγικό μονόπρακτο που περιέχει ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Μοιρολογίστρες κατ’ επάγγελμα ή από βίτσιο που ανταγωνίζονται ποια τους θα χύσει περισσότερα δάκρυα, ποια θα ξεσπάσει σε σπαρακτικότερα αναφιλητά. Ανθρώπους που ολοφάνερα δράττονται της προκείμενης συμφοράς, τη χρησιμοποιούν ως πρόσχημα για να θρηνήσουν την προσωπική τους κακοδαιμονία, τα δικά τους υπαρξιακά αδιέξοδα. Λαγωνικά που κοιτούν γύρω τους καχύποπτα, αναζητούν από την πρώτη κιόλας στιγμή ένοχο, αποδιοπομπαίο έστω τράγο, να του φορτώσουν το κακό, να το τινάξουν από τους ώμους τους. Επιμηθείς – νεοελληνιστί «σταλεγάκηδες» -, οι οποίοι νιώθουν δικαιωμένοι. «Τα είχα πει εγώ…» επαίρονται. «Είχα εγκαίρως προειδοποιήσει, δεν με άκουσαν…» Χειρότεροι όλων; Οσοι πασχίζουν να διαχειριστούν, ακόμα και να επωφεληθούν από την κατάσταση. Που ανεμίζουν τους νεκρούς σαν φλάμπουρα, αποπειρώνται να τους κάνουν σκαλοπάτια, για να πατήσουν και να ανέβουν. Εργαλεία και άλλοθί τους. Ενώ άλλοι μιλούν για χρήσιμες θυσίες – «πάει η Ιφιγένεια, μην την κλαίτε! Το θέμα τώρα είναι να φυσήξουν ούριοι άνεμοι και να αποπλεύσει ο στόλος!» Τους κοιτάς, ακούς τους χαβάδες τους και σου έρχεται αναγούλα.

Σε κάθε πένθος, και στο παλλαϊκότερο ακόμα, σχετικά λίγοι είναι εκείνοι που πενθούν ειλικρινά. Μέσα από το φυλλοκάρδια τους. Πώς τους καταλαβαίνεις; Δεν έχουν – ούτε ψάχνουν να βρουν – τις κατάλληλες φράσεις. Δεν παίρνουν πόζες. Δεν εκτονώνονται με ποιήματα, συνθήματα, τραγούδια. Βουβοί, βαρείς, αγκαλιάζουν με το βλέμμα το ξόδι. Το συνοδεύουν τρεκλίζοντας στο μνήμα. Και – θάβοντας το – θάβουν ένα κομμάτι του εαυτού τους.

Τα σχόλια είναι κλειστά.