Κατάθλιψη: Μεγάλη μελέτη διαψεύδει τη θεωρία της χημικής ανισορροπίας

Η πεσμένη διάθεση δεν δείχνει να οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης, ένα συμπέρασμα που εγείρει ερωτήματα για την αξία των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.

Κατάθλιψη: Μεγάλη μελέτη διαψεύδει τη θεωρία της χημικής ανισορροπίας

Η θεωρία που θέλει την κατάθλιψη να οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα του νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη δείχνει να διαψεύδεται οριστικά από την επανεξέταση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, ένα συμπέρασμα που αφενός αλλάζει την εικόνα για τη νόσο και αφετέρου θέτει υπό αμφισβήτηση την αξία των αντικαταθλιπτικών.

«Είναι πάντα δύσκολο να αποδειχθεί μια άρνηση, πιστεύω όμως ότι μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι, μετά τις πολυάριθμες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις ότι η κατάθλιψη οφείλεται σε ανωμαλίες της σεροτονίνης, και συγκεκριμένα στα χαμηλά επίπεδα ή τη μειωμένη δραστηριότητα της σεροτονίνης» δήλωσε η Τζοάνα Μόνκριφ του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου.

Τα ευρήματα της ομάδας της δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Molecular Psychiatry.

«Η δημοφιλία της θεωρίας της ‘χημικής ανισορροπίας’ συνέπεσε με τεράστια αύξηση της χρήσης αντικαταθλιπτικών. Η συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε δραματικά από τη δεκαετία του 1990, με ένας στους έξι ενήλικες στην Αγγλία και το2% των εφήβων να λαμβάνουν συνταγή κάθε έτος» είπε η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.

Τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά ανήκουν στην κατηγορία των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης, ή SSRI, και αυξάνουν τα επίπεδα της σεροτονίνης, ενός από τους νευροδιαβιβαστές που επιτρέπει στα νευρικά κύτταρα να ανταλλάσσουν σήματα. Άλλος μηχανισμός που θα εξηγούσε την αντικαταθλιπτική τους δράση δεν έχει βρεθεί.

 

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα ανεβάζουν τα επίπεδα σεροτονίνης και άλλων νευροδιαβιβαστών. Παραμένει όμως ασαφές πώς δρουν στην κατάθλιψη

«Πολύς κόσμος παίρνει αντικαταθλιπτικά επειδή οδηγήθηκε στην άποψη ότι η κατάθλιψη έχει βιοχημική βάση. Η έρευνά μας δείχνει ότι αυτή η άποψη δεν στηρίζεται από τις διαθέσιμες ενδείξεις» είπε η δρ Μόνκριφ.

Η μελέτη της ομάδας της επανεξέτασε όλες τις σχετικές έρευνες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα, έρευνες που καλύπτουν δείγμα δεκάδων χιλιάδων ασθενών.

Βασικά συμπεράσματα:
  • Έρευνες που συνέκριναν τα επίπεδα της σεροτονίνης και των μεταβολιτών τους στο αίμα ή στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό δεν εντοπίζουν διαφορές ανάμεσα σε ασθενείς με κατάθλιψη και υγιείς εθελοντές.
  • Έρευνες που αφορούν τους υποδοχείς της σεροτονίνης και τον μεταφορέα σεροτονίνης, τον οποίο στοχεύουν τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά, δεν προσφέρουν σαφείς ενδείξεις για τον ρόλο της σεροτονίνης στην κατάθλιψη.
  • Οι ερευνητές επανεξέτασαν επίσης μελέτες στις οποίες τα επίπεδα σεροτονίνης μειώθηκαν εσκεμμένα σε εκατοντάδες εθελοντές αποκλείοντας από την διατροφή τους το αμινοξύ τρυπτοφάνη που απαιτείται για την παραγωγή σεροτονίνης. Μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε το 2007 και άλλες πρόσφατες μελέτες διαπίστωναν ότι η παρέμβαση αυτή δεν προκαλεί κατάθλιψη.
  • Μεγάλες μελέτες με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων ασθενών δεν εντόπισαν διαφορές που σχετίζονται με την κατάθλιψη στα γονίδια της σεροτονίνης και του υποδοχέα της σεροτονίνης.
  • Αντίθετα, οι μελέτες αυτές διαπίστωναν ότι τα συμβάντα που προκαλούν στρες αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης. Μια παλαιότερη, πολυσυζητημένη έρευνα εντόπιζε σχέση ανάμεσα στο στρες, το γονίδιο του υποδοχέα της σεροτονίνης και τον κίνδυνο κατάθλιψης. Τα ευρήματα όμως διαψεύστηκαν στη συνέχεια από μεγαλύτερες μελέτες.

Τα ευρήματα αυτά οδηγούν τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει στήριξη στην υπόθεση ότι η κατάθλιψη προκαλείται από μειωμένη δραστηριότητα ή συγκέντρωση σεροτονίνης».

Το συμπέρασμα αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι σύμφωνα με έρευνες το 85-90% του κοινού πιστεύει ότι η κατάθλιψη οφείλεται σε χημική ανισορροπία στον εγκέφαλο. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, όλο και περισσότεροι ειδικοί και ιατρικοί φορείς αναγνωρίζουν ότι η θεωρία της χημικής ανισορροπίας είναι εσφαλμένη ή υπεραπλουστευτική.

Υπάρχουν εξάλλου ενδείξεις ότι η ιδέα της χημικής ανισορροπίας κάνει τους ασθενείς πιο πεσιμιστές ως προς την πιθανότητα βελτίωσης.

Αν και η μελέτη δεν εξέτασε την αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών, οι συντάκτες της ζητούν περαιτέρω μελέτες για τον ρόλο των τραυματικών συμβάντων στην αιτιολογία της κατάθλιψης. Ζητούν επίσης περαιτέρω μελέτες για την αξία της ενσυνειδητότητας (mindfulness) και την αντιμετώπιση υποκείμενων παραγόντων όπως η φτώχια, το στρες και η μοναξιά.

«Άποψή μας είναι ότι οι ασθενείς δεν πρέπει να οδηγούνται στην άποψη ότι η κατάθλιψη οφείλεται στη χαμηλή σεροτονίνη ή σε κάποια χημική ανισορροπία, ή ότι τα αντικαταθλιπτικά λειτουργούν στοχεύοντας αυτές τις αναπόδεικτες ανωμαλίες. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς κάνουν τα αντικαταθλιπτικά στον εγκέφαλο και αυτού του είδους η εσφαλμένη ενημέρωση εμποδίζει τον κόσμο από το να λάβει μόνος την απόφαση αν θα πάρει αντικαταθλιπτικά» συνόψισε η δρ Μόνκλιφ.

Όπως πρόσθεσε ο δρ Μάρκ Χάροβιτς του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου, «ένα ενδιαφέρον στοιχείο των μελετών που εξετάσαμε είναι η ισχυρή επίδραση των αρνητικών συμβάντων ζωής, κάτι που υποδεικνύει ότι η πεσμένη διάθεση είναι αντίδραση στις συνθήκες ζωής και δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε απλή χημική εξίσωση».

Οι ερευνητές, πάντως, τονίζουν ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να τα σταματούν μόνοι τους λόγω του κινδύνου στερητικών συμπτωμάτων.

Τα σχόλια είναι κλειστά.