Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας

Αποσπάσματα από την έρευνα του Ρώσου κανονολόγου Τ. Β. Μπαρσόφ με τίτλο «Ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας» .
Εισαγωγικό και τελικό σχόλιο από τον Κωνσταντίνο Βετόσνικοφ .
Τον τελευταίο καιρό οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Εκκλησίας έχουν ξεσπάσει
διά μέσου ενός καταιγισμού δηλώσεων και δημοσιεύσεων υποστηρίζοντας, ότι ο
Οικουμενικός Πατριάρχης ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερα προνόμια
συγκρινόμενος με άλλους Πατριάρχες και ότι όλες οι θεωρίες σχετικά με τα
ιδιαίτερα δικαιώματά του αποτελούν καινοτομίες του 20 ου ή ακόμα και του 21 ου
αιώνα. Ωστόσο, η μοναδική καινοτομία είναι η άρνηση των ειδικών προνομίων του
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τον 19 ο αιώνα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
αναγνώριζε πλήρως όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια του Αρχιερέα της
Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό επιβεβαιώνεται μάλιστα από την μελέτη του
διακεκριμένου Ρώσου κανονολόγου, καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της
Αγίας Πετρούπολης, Τιμοθέου Βασίλιεβιτς Μπαρσόφ (1836-1904), «Ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας», Αγία
Πετρούπολη, 1878. Η έκδοση του εν λόγω βιβλίου εγκρίθηκε απ’ το συμβούλιο της
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αγ. Πετρούπολης, όπως μαρτυρείται απ’ τη θεώρηση
της υπηρεσίας λογοκρισίας, η οποία βρίσκεται στο πίσω μέρος του εξώφυλλου του
έργου. «Επιτρέπεται να τυπωθεί σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αγ. Πετρούπολης, 22 Μαρτίου 1878 ο Πρύτανης της
Ακαδημίας, Πρωθιερέας Ιωάννης Γιανίσεφ».
Κάτωθι παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα απ’ το τέταρτο κεφάλαιο «Τα
δικαιώματα και τα προνόμια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», στο οποίο
περιγράφονται τα δικαιώματα και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά
τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
***

Το δικαίωμα της ανωτάτης εκκλησιαστικής διοικήσεως
«Ως προεστώς ολόκληρης της ορθόδοξης χριστιανικής ανατολής, ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε του δικαιώματος της ανωτάτης
εκκλησιαστικής διοικήσεως πάνω απ’ όλους. Με βάση την άσκηση αυτού του

δικαιώματος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, όπως έχουμε ήδη δει, ελάμβανε
ιδιαίτερη συμμετοχή στη τοποθέτηση άλλων πατριαρχών. Κατά παρόμοιο τρόπο
και ο Θρόνος του, ήταν η εστία, στην οποία αυτοί συναθροίζονταν και στην οποία
αποφασίζονταν οι σημαντικές υποθέσεις ολόκληρης της χριστιανικής ανατολής.
Συμφώνως με αυτές τις θέσεις ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δικαιωματικά
μπορεί να καλείται «πρώτος» μεταξύ άλλων, και ο θρόνος του ο επικεφαλής
μεταξύ των άλλων» (σ. 188).
Δικαίωμα ανωτάτου δικαστηρίου τελικής προσφυγής-ένστασης σε όλη την
ανατολή
«Μαζί με το δικαίωμα της ανώτατης διοικήσεως, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε το δικαίωμα του ανώτατου δικαστηρίου σε όλη
την ανατολή. Αυτό το προνόμιο παραχωρήθηκε στον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) με αυτή την έννοια, οι
κληρικοί γενικά, και ειδικότερα οι επίσκοποι οι έχοντες παράπονα έναντι των
τοπικών μητροπολιτών μπορούσαν να προσφύγουν στον έξαρχο της μεγαλύτερης
επαρχίας, ή στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για να εκδικάσει το ζήτημα» (σ.
190).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα πιο αλάθευτο αποτέλεσμα της έρευνας μας θα
πρέπει να είναι το εξής, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της
εξαιρετικά ιδιαίτερης θέσης του Θρόνου του στην Ανατολή, μπορούσε να γίνει ο
αποδέκτης στο πλαίσιο της τακτικής δικαστικής διαδικασίας καταγγελιών επί
αμφιλεγόμενων ζητημάτων, τα οποία είχαν ήδη εξεταστεί από άλλους θρόνους,
αλλά δίχως να έχουν λάβει ικανοποιητική απόφαση για την προσφεύγουσα πλευρά,
και οι αυτοκράτορες του παρέδιδαν προς λήψη αποφάσεων αιτιάσεις απ’ όλα τα
μέρη της αυτοκρατορίας, σ’ αυτή την περίπτωση όχι μόνο για μερικά αμφιλεγόμενα
ζητήματα, αλλά και σχετικά με κατηγορίες εναντίον κληρικών. Σε κάθε περίπτωση, ο
Θρόνος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν το ανώτατο δικαστήριο
όλης της χριστιανικής ανατολής και ο Ιεράρχης της ο ανώτατος δικαστής όλου του
κλήρου της ανατολής» (σ. 196-197).
«Ο ισχυρισμός του Ζωναρά, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μόνο διά
του εξαναγκασμού και λόγω του δικαιώματος της διοικητικής εξάρτησης απ’ αυτόν,
δεν μπορεί να οδηγήσει στο δικαστήριο μητροπολίτες επαρχιών άλλων
πατριαρχείων, υποδηλώνει, ότι αυτό μπορούσε να συμβεί με καλή θέληση, εξαιτίας
της προσωπικής επιθυμίας των μητροπολιτών, οι οποίοι θέλουν να εκφράσουν τα
παράπονα τους φέρνοντας τα για εξέταση και διευθέτηση στον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως. Όσον αφορά τον Βαλσαμώνα, αυτός εκφράζει τη γνώμη, ότι
οι δικαστικές υποθέσεις των κληρικών θα πρέπει να εκδικάζονται απ’ το δικαστήριο,
στο οποίο βρίσκεται το κατηγορητήριο του υποδίκου. Συνεπώς η καταγγελία του
μητροπολίτη πρέπει να εξεταστεί ή απ’ τον έξαρχο της περιφέρειας ή απ’ τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Βαλσαμών όμως προσθέτει, ότι αυτό το
προνόμιο των εξάρχων δεν εφαρμοζόταν. Ο Βλάσταρης δεν εκφράζει κανέναν
ενδοιασμό γι’ αυτό το ζήτημα, υποστηρίζοντας με βεβαιότητα, ότι στον προεστώτα
της Κωνσταντινουπόλεως ανήκε το δικαίωμα να επιβλέπει τις ανακύπτουσες

διαφορές εντός των ορίων των άλλων θρόνων, εξετάζοντας τις και εκφράζοντας την
τελική απόφαση» (σ. 198-199).
«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτές τις μαρτυρίες θα πρέπει να συμφωνήσουμε, ότι
στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ανήκε πραγματικά το προνόμιο της
εκδίκασης υποθέσεων σε ολόκληρη την ανατολή και ειδικότερα σχετικά με
αμφιλεγόμενα ζητήματα, στα οποία έρχονταν σε σύγκρουση τα συμφέροντα μιας
καθέδρας με άλλη, ή ζητήματα, τα οποία προέκυπταν λόγω του μη δίκαιου
καταμερισμού των εσόδων ή της παράνομης χρήσης εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας
κ.ο.κ. Σχετικά με αυτά τα ζητήματα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο
θρόνος του λειτουργούσαν ως το τελεσίδικο δικαστικό μέσο εξέτασης διαφόρων
ζητημάτων.» (σ. 199).
«Το τελευταίο προνόμιο της διοικητικής θέσεως του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως ήταν το δικαίωμα ανώτατου και τελεσίδικου δικαστηρίου
για ολόκληρη την επαρχία και σε σχέση με όλα τα πρόσωπα και τα αντικείμενα,
τα οποία υπόκειντο στην πνευματική του δικαιοδοσία. Για να κατανοηθεί η
σημασία αυτού του δικαιώματος είναι απαραίτητο πάνω απ’ όλα να σημειώσουμε,
ότι το πατριαρχικό δικαστήριο αντιπροσώπευε την πρώτη και τελεσίδικη αρχή
δικαιοσύνης για ορισμένες υποθέσεις, για κάποιες άλλες τη δεύτερη και ανώτατη
και για μερικές την τρίτη και τελεσίδικη» (σ. 214).
Δικαίωμα Σταυροπηγίας
«Σύμφωνα με το προνομιακό δικαίωμα εκδίκασης, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε και το προνομιακό δικαίωμα σχετικά με τη
Σταυροπηγία (ius stauropigii), το οποίο συνίστατο στο γεγονός ότι κατά την ίδρυση
μοναστηριού, εκκλησίας ή παρεκκλησίου στην επαρχία κάποιου μητροπολίτη ή
επισκόπου, ο Πατριάρχης διά της τοποθετήσεως του σταυρού εκ του ονόματος του
έθετε το εν λόγω μοναστήρι, τον ενοριακό ναό ή το παρεκκλήσι υπό την
δικαιοδοσία του, επομένως το μοναστήρι, η εκκλησία, έπαυαν να είναι υπό την
δικαιοδοσία του τοπικού επισκόπου ή της μητροπολιτικής αρχής.» (199-200 σ.)
«Με βάση αυτόν τον κανόνα και οι άλλοι πατριάρχες απολάμβαναν το
δικαίωμα να εγκαθιστούν σταυροπήγια μόνο εντός των ορίων των επαρχιών τους,
ενώ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα με τον νόμο της επαναγωγής
μπορούσε να διανέμει σταυροπηγιακό καθεστώς και να υπάγει υπό την αρχή του,
μοναστήρια, εκκλησίες και παρεκκλήσια ακόμα και εκτός της επαρχίας του στο
χώρο ολόκληρης της ανατολής. Επιπροσθέτως το ίδιο ισχύει και για τις περιοχές
ξένων και αγνώστων λαών, οι οποίοι εξαρτώντο απ’ το Θρόνο του Πατριάρχου
συμφώνα με τις εκκλησιαστικές σχέσεις.» (σ. 200).
Ειδική εξουσία επιβαλλόμενη υποχρεωτικά στους άλλους εκκλησιαστικούς
προεστώτες
«Σύμφωνα με όσα περιγράψαμε έως τώρα, η εξουσία του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως αναγνωριζόταν ως ειδική εξουσία του εκκλησιαστικού

προεστώτος σ’ ολόκληρη την ανατολή, με αυτή την έννοια, υπερείχε έναντι των
υπόλοιπων πατριαρχών όχι μόνο διά της πόλεως και της τιμής του θρόνου του
αλλά και δια μέσου αρμοδιοτήτων, οι οποίες ανήκαν στην αρχή του, γι’ αυτό και
οι πράξεις του ήταν υποχρεωτικές για τους υπόλοιπους προεστώτες» (σ. 205).
Πρωτείο στην εκπροσώπηση της Εκκλησίας ενώπιον των κοσμικών αρχών
«Όντας ουσιαστικά και συμφώνως με τα δικαιώματά του ο ανώτατος
προεστώς σχετικά με τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ήταν και ο κύριος εκπρόσωπος της Εκκλησίας ενώπιον της
κρατικής εξουσίας. Σύμφωνα με αυτή τη θέση ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
δεν ήταν απλά σύμβουλος της κρατικής εξουσίας για τη λύση των εκκλησιαστικών
ζητημάτων, αλλά και συμμέτοχος στη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων.
Αυτό επιβεβαιώνεται απ’ τους νομικούς κώδικες της κυβερνητικής εξουσίας, οι
οποίοι εκδόθηκαν στο όνομα διαφόρων πατριαρχών και επιπροσθέτως διά της
μεσολάβησης του Πατριάρχη ενώπιον της κυβερνητικής εξουσίας και λόγω της
πρωτοβουλίας του, και εν τέλει ιδιαίτερα όσον αφορά τους κώδικες τους
περιέχοντες νομοθετικά θεσπίσματα του Πατριάρχου, εγκριθέντα από τις
κυβερνητικές αρχές. Συγχρόνως με τα παραπάνω η κυβερνητική εξουσία σεβόταν
την ιδιαίτερη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στο κράτος και στην
Εκκλησία και του παραχωρούσε ιδιαίτερα προνόμια.» (σ. 216).
Δικαίωμα αποδοχής ξένων κληρικών χωρίς απολυτήριο
«Ας σημειωθεί, λέει ο Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της Νικαίας,
σύμφωνα με το κυριολεκτικό νόημα του παρόντος κανόνα, ότι μόνο στον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως παραχωρήθηκε το δικαίωμα να δέχεται ξένους
κληρικούς δίχως απολυτήριο έγγραφο απ’ τον χειροτονούντα αυτούς επίσκοπο,
μπορούσαν έστω να παρουσιάσουν έγγραφα, τα οποία μαρτυρούσαν για τη
χειροτονία τους ή την αποδοχή τους στον κλήρο. Η διάταξη της Συνόδου της Νικαίας
μπορεί να εκληφθεί και στη σύντομη περίληψη της επανάληψης του νόμου του
αυτοκράτορα Ηρακλείου που εκδόθηκε (μεταξύ 620-629) στο όνομα του
Πατριάρχου Σεργίου (610-629).» (σ. 221)
Μνημόνευση ονόματος Οικουμενικού Πατριάρχου
«Η μνημόνευση του ονόματος του Πατριάρχου ελάμβανε χώρα σε όλη την
περιφέρεια του Πατριαρχείου και ήταν στοιχείο, το οποίο μαρτυρούσε ότι αυτός
είναι ο πνευματικός ηγέτης και η κεφαλή όλης της περιφέρειας (Асt. Рatr. t. 1. рag.
564—566. Εδώ βρίσκεται η παραινετική επιστολή του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου προς τις εκκλησιαστικές αρχές της Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης, στην οποία ο Πατριάρχης εκθέτει το νόημα, τον σκοπό και τις αιτίες
του εθίμου της μνημόνευσης του πατριαρχικού ονόματος.)» (σ. 225)
Όχι απλά «πρωτείο τιμής»

«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα λεχθέντα σχετικά με τα δικαιώματα και τα
προνόμια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, είναι αναγκαίο να επιμείνουμε
στο γεγονός ότι αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να θεωρηθούν μόνο «προνόμια τιμής» και ότι ο Ιεράρχης της
Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια,
δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί ως «primus inter pares» γενικά εν μέσω των
επισκόπων, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με τους υφισταμένους του.
Όντας πραγματικά «primus inter pares» και εν μέσω των υφισταμένων του
επισκόπων, διά της χάρης της αρχιερωσύνης (ordinationis), υπερείχε έναντι όλων
των ιεραρχών της ανατολής διά των δικαιωμάτων και των προνομίων, τα
ανήκοντα σ’ αυτόν διά της εκκλησιαστικής αρχής (potestas jurisdictionis). Κατ’
αυτήν την άποψη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν κυριολεκτικά ο
πρεσβύτερος Ιεράρχης της ανατολής και ομού ο προεστώς της ευρύτερης
εκκλησιαστικής περιφέρειας. Στη βάση αυτής της θέσης, μόνο αυτός ασκούσε το
δικαίωμα της επιρροής εντός των ορίων άλλων πατριαρχών και η γνώμη του ήταν
αποφασιστική στα όρια της δικής του περιφέρειας. Δίχως τη δική του αρχή όχι
μόνο πολλές αλλά ακόμα και οι ανώτατες νομοθετικές πράξεις της
εκκλησιαστικής αρχής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμες. Ήταν η κεφαλή της
Εκκλησίας, η οποία έπρεπε να λαμβάνει μέρος σε όλες τις σημαντικές της
υποθέσεις, ούτως ώστε να τις κατευθύνει κατάλληλα και να τις καθοδηγήσει σε μια
νόμιμη και θεμιτή κατάληξη. Επιπλέον, ήταν ο κύριος φύλακας των
εκκλησιαστικών συμφερόντων, ο πρώτος που έπρεπε να λάβει αποτελεσματικά
μέτρα για την προστασία τους και την εξάλειψη οποιουδήποτε προβλήματος.
Αυτός ήταν ο πρεσβύτερος προεστώς, στον οποίο όλοι οι υπόλοιποι όφειλαν
σεβασμό, υπακοή και υποταγή, ούτως ώστε να μην θεωρηθούν παραβάτες των
εκκλησιαστικών κανόνων και να μην υποβληθούν σε νόμιμη τιμωρία. Με μια
λέξη, στο πρόσωπο του συνταιριάζονταν όλες οι λειτουργίες της εκκλησιαστικής
αρχής και όλες οι ανώτερες και τελικές της πράξεις, δηλαδή ήταν ο ανώτατος
διοικητής, δικαστής και νομοθέτης της χριστιανικής Εκκλησίας, ούτως ώστε όλοι
όσοι ζητούσαν μια τελεσίδικη απόφαση απευθύνονταν προς αυτόν και απ’ αυτόν
ελάμβαναν τις τελεσίδικες αποφάσεις σχετικά με διοικητικά και νομικά ζητήματα.»
(σ. 232-233)
Διαφορές από το ρωμαϊκό παπισμό
«Κατανοώντας τη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πρέπει να
προσθέσουμε, ότι αυτή η θέση, η οποία τον εξυψώνει έναντι όλων των προεστώτων
της ανατολής και προάγοντας τον Θρόνο του σε κέντρο της εκκλησιαστικής
διοικήσεως, δεν σχετίζεται ούτε με τα δικαιώματα, ούτε με τα προνόμια του
παγκόσμιου επισκόπου – «episcopus ecclesiae uiversalis», όπως ονομάζουν οι
δυτικοί καθολικοί τον Πάπα, με την έννοια, ότι αυτός μόνο θεωρείται η ορατή
κεφαλή και μοναδικός επίσκοπος της χριστιανικής Εκκλησίας, ενώ οι υπόλοιποι
προεστώτες της είναι πληρεξούσιοι του. Επιπροσθέτως δεν μπορούμε να
ταυτίσουμε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με την πληρότητα της
εκκλησιαστικής εξουσίας –plenitudo potestatis ecclesiasticae, την οποία οι
καθολικοί αποδίδουν στον Πάπα, με την έννοια, ότι αυτός μόνο είναι αδέσμευτος

και αλάθητος δικαστής των ζητημάτων της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και πίστεως.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες της διδασκαλίας της δυτικής Εκκλησίας, οι οποίες
συγκροτούν την συνεπή ανάπτυξη των όρων της, που έχουν εκφραστεί απ’ τους
Πάπες της Ρώμης στις διαφωνίες και στις διαμάχες τους με τους επισκόπους της
Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με τη παροχή αυτών ή άλλων προνομίων, δεν έχουν
τίποτα κοινό με την ανατολική Εκκλησία και τον πρεσβύτερό της προεστώτα. Αντί
για «episcopus ecclesiae universalis” είναι απλά «οικουμενικός πατριάρχης,
δηλαδή προεστώς της Εκκλησίας, η οποία εμπεριέχει την οικουμενική αλήθεια
και πρέπει να διαδώσει την ηθική της κυριαρχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντί για
«plenitudo potestatis ecclesiasticae», κατέχει μόνο την ανώτατη εκκλησιαστική
αρχή, η οποία αρμόζει στον πρεσβύτερο και κύριο προεστώτα, αλλά δεν κατέχει
απεριόριστη και αλάθητη κρίση σε ζητήματα της πίστης και της Εκκλησίας. Η
ουσιώδης διαφορά μεταξύ της θέσεως του δυτικού και του ανατολικού προεστώτα
της χριστιανικής Εκκλησίας έγκειται στο ότι ο Πάπας Ρώμης επισκιάζει διά της
εξουσίας του όλους τους υπόλοιπους προεστώτες, πέρα απ’ αυτόν δεν υπάρχει
κάποια ανώτατη εξουσία και δεν υπόκειται σε κανένα δικαστήριο, είναι απολύτως
ανεύθυνος αναφορικά με τις διατάξεις τους. Απ’ την άλλη πλευρά ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο νόμιμος δικαστής κάθε υφιστάμενου προεστώτος,
ενώ ο ίδιος με τη σειρά του μπορεί να δικαστεί απ’ αυτούς και είναι υπεύθυνος για
όλες τις πράξεις και τις διατάξεις του. Αυτή η διαφορά είναι αποφασιστικής
σημασίας και θέτει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του απολυταρχισμού και
δεσποτισμού του αρχιερέα της Ρώμης απ’ τη μια πλευρά, και του προεστώτος και
ιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως απ’ την άλλη – τον αναγκάζει να αναγνωρίσει τον
τελευταίο ως πρώτο και κύριο εκκλησιαστικό προεστώτα μεταξύ των άλλων, όχι
μόνο λόγω των προνομίων τιμής, αλλά και λόγω των δικαιωμάτων της
πραγματικής εξουσίας, με τα οποία αυτός ήταν πρώτος ηγέτης, δικαστής και
νομοθέτης πρώτα για τους υφισταμένους του στην επαρχία του αλλά και για
ολόκληρη την χριστιανική ορθόδοξη ανατολή. Στον Θρόνο του, όχι με τη μορφή
εκφράσεων σεβασμού αλλά συμφώνως προς τον νόμο, απευθύνονταν όλοι και
ειδικότερα οι ανώτεροι προεστώτες για την λήψη τελεσίδικης δικαστικής
αποφάσεως. Στο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εξετάζονταν και αποφασίζονταν
όλα τα ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και δικαιωμάτων, αυτός ήταν το
πρόσωπο και η φωνή που χρειαζόταν για να προσδώσει πλήρες νόημα σε κάθε
εκκλησιαστική διάταξη, η απουσία της σύμφωνης γνώμης του αποστερούσε τη
διάταξη απ’ την επερχόμενη θεμιτή εφαρμογή της.» (σ. 233-234).

***

Αναφορικά με αυτό το κείμενο επιτρέψτε μου να διαφωνήσω μόνο με μία
πρόταση: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο νόμιμος δικαστής κάθε
υφιστάμενου προεστώτος, ενώ ο ίδιος με τη σειρά του μπορεί να δικαστεί απ’
αυτούς». Η υποδικία του Οικουμενικού Πατριάρχου προς τους άλλους προεστώτες
δεν προϋποτίθεται απ’ τους κανόνες και είναι άγνωστη στην εκκλησιαστική
πρακτική.
Ο συγγραφέας περιέγραψε λεπτομερώς όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια
του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά τη βυζαντινή περίοδο σύμφωνα με τους

κανόνες, τα κανονικά κείμενα, τις αυτοκρατορικές νομοθεσίες και την πρακτική της
Εκκλησίας και μάλιστα προηγήθηκε του αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου
στην έκφραση «primus sine paribus», για την οποία του έχουν επιτεθεί συχνά.
Ταυτόχρονα ο Τ. Β. Μπαρσόφ εξέφρασε αυτήν την ιδέα πιο ήπια, χωρίς να της
δώσει καθαρό ορισμό: «Ο Ιεράρχης της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος
απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια, δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί
ως «primus inter pares» γενικά εν μέσω των επισκόπων, αλλά και ειδικότερα σε
σχέση με τους υφισταμένους του. Όντας πραγματικά «primus inter pares» και εν
μέσω των υφισταμένων του επισκόπων, διά της χάρης της αρχιερωσύνης
(ordinationis), υπερείχε έναντι όλων των ιεραρχών της ανατολής διά των
δικαιωμάτων και των προνομίων, τα ανήκοντα σ’ αυτόν διά της εκκλησιαστικής
αρχής (potestas jurisdictionis)».
Τοιουτοτρόπως, οι απόπειρες των εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας στα
μέσα του 20 ου αιώνος να αρνηθούν τα δικαιώματα και τα προνόμια του
Οικουμενικού Θρόνου, τα οποία του έχουν παραχωρηθεί απ’ τους ιερούς κανόνες,
δεν μπορούν να αντέξουν στον έλεγχο.

Αποσπάσματα από την έρευνα του Ρώσου κανονολόγου Τ. Β. Μπαρσόφ με τίτλο «Ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας» .
Εισαγωγικό και τελικό σχόλιο από τον Κωνσταντίνο Βετόσνικοφ .
Τον τελευταίο καιρό οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Εκκλησίας έχουν ξεσπάσει
διά μέσου ενός καταιγισμού δηλώσεων και δημοσιεύσεων υποστηρίζοντας, ότι ο
Οικουμενικός Πατριάρχης ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερα προνόμια
συγκρινόμενος με άλλους Πατριάρχες και ότι όλες οι θεωρίες σχετικά με τα
ιδιαίτερα δικαιώματά του αποτελούν καινοτομίες του 20 ου ή ακόμα και του 21 ου
αιώνα. Ωστόσο, η μοναδική καινοτομία είναι η άρνηση των ειδικών προνομίων του
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τον 19 ο αιώνα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
αναγνώριζε πλήρως όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια του Αρχιερέα της
Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό επιβεβαιώνεται μάλιστα από την μελέτη του
διακεκριμένου Ρώσου κανονολόγου, καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της
Αγίας Πετρούπολης, Τιμοθέου Βασίλιεβιτς Μπαρσόφ (1836-1904), «Ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας», Αγία
Πετρούπολη, 1878. Η έκδοση του εν λόγω βιβλίου εγκρίθηκε απ’ το συμβούλιο της
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αγ. Πετρούπολης, όπως μαρτυρείται απ’ τη θεώρηση
της υπηρεσίας λογοκρισίας, η οποία βρίσκεται στο πίσω μέρος του εξώφυλλου του
έργου. «Επιτρέπεται να τυπωθεί σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αγ. Πετρούπολης, 22 Μαρτίου 1878 ο Πρύτανης της
Ακαδημίας, Πρωθιερέας Ιωάννης Γιανίσεφ».
Κάτωθι παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα απ’ το τέταρτο κεφάλαιο «Τα
δικαιώματα και τα προνόμια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», στο οποίο
περιγράφονται τα δικαιώματα και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά
τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
***

Το δικαίωμα της ανωτάτης εκκλησιαστικής διοικήσεως
«Ως προεστώς ολόκληρης της ορθόδοξης χριστιανικής ανατολής, ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε του δικαιώματος της ανωτάτης
εκκλησιαστικής διοικήσεως πάνω απ’ όλους. Με βάση την άσκηση αυτού του

δικαιώματος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, όπως έχουμε ήδη δει, ελάμβανε
ιδιαίτερη συμμετοχή στη τοποθέτηση άλλων πατριαρχών. Κατά παρόμοιο τρόπο
και ο Θρόνος του, ήταν η εστία, στην οποία αυτοί συναθροίζονταν και στην οποία
αποφασίζονταν οι σημαντικές υποθέσεις ολόκληρης της χριστιανικής ανατολής.
Συμφώνως με αυτές τις θέσεις ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δικαιωματικά
μπορεί να καλείται «πρώτος» μεταξύ άλλων, και ο θρόνος του ο επικεφαλής
μεταξύ των άλλων» (σ. 188).
Δικαίωμα ανωτάτου δικαστηρίου τελικής προσφυγής-ένστασης σε όλη την
ανατολή
«Μαζί με το δικαίωμα της ανώτατης διοικήσεως, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε το δικαίωμα του ανώτατου δικαστηρίου σε όλη
την ανατολή. Αυτό το προνόμιο παραχωρήθηκε στον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) με αυτή την έννοια, οι
κληρικοί γενικά, και ειδικότερα οι επίσκοποι οι έχοντες παράπονα έναντι των
τοπικών μητροπολιτών μπορούσαν να προσφύγουν στον έξαρχο της μεγαλύτερης
επαρχίας, ή στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για να εκδικάσει το ζήτημα» (σ.
190).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα πιο αλάθευτο αποτέλεσμα της έρευνας μας θα
πρέπει να είναι το εξής, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της
εξαιρετικά ιδιαίτερης θέσης του Θρόνου του στην Ανατολή, μπορούσε να γίνει ο
αποδέκτης στο πλαίσιο της τακτικής δικαστικής διαδικασίας καταγγελιών επί
αμφιλεγόμενων ζητημάτων, τα οποία είχαν ήδη εξεταστεί από άλλους θρόνους,
αλλά δίχως να έχουν λάβει ικανοποιητική απόφαση για την προσφεύγουσα πλευρά,
και οι αυτοκράτορες του παρέδιδαν προς λήψη αποφάσεων αιτιάσεις απ’ όλα τα
μέρη της αυτοκρατορίας, σ’ αυτή την περίπτωση όχι μόνο για μερικά αμφιλεγόμενα
ζητήματα, αλλά και σχετικά με κατηγορίες εναντίον κληρικών. Σε κάθε περίπτωση, ο
Θρόνος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν το ανώτατο δικαστήριο
όλης της χριστιανικής ανατολής και ο Ιεράρχης της ο ανώτατος δικαστής όλου του
κλήρου της ανατολής» (σ. 196-197).
«Ο ισχυρισμός του Ζωναρά, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μόνο διά
του εξαναγκασμού και λόγω του δικαιώματος της διοικητικής εξάρτησης απ’ αυτόν,
δεν μπορεί να οδηγήσει στο δικαστήριο μητροπολίτες επαρχιών άλλων
πατριαρχείων, υποδηλώνει, ότι αυτό μπορούσε να συμβεί με καλή θέληση, εξαιτίας
της προσωπικής επιθυμίας των μητροπολιτών, οι οποίοι θέλουν να εκφράσουν τα
παράπονα τους φέρνοντας τα για εξέταση και διευθέτηση στον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως. Όσον αφορά τον Βαλσαμώνα, αυτός εκφράζει τη γνώμη, ότι
οι δικαστικές υποθέσεις των κληρικών θα πρέπει να εκδικάζονται απ’ το δικαστήριο,
στο οποίο βρίσκεται το κατηγορητήριο του υποδίκου. Συνεπώς η καταγγελία του
μητροπολίτη πρέπει να εξεταστεί ή απ’ τον έξαρχο της περιφέρειας ή απ’ τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Βαλσαμών όμως προσθέτει, ότι αυτό το
προνόμιο των εξάρχων δεν εφαρμοζόταν. Ο Βλάσταρης δεν εκφράζει κανέναν
ενδοιασμό γι’ αυτό το ζήτημα, υποστηρίζοντας με βεβαιότητα, ότι στον προεστώτα
της Κωνσταντινουπόλεως ανήκε το δικαίωμα να επιβλέπει τις ανακύπτουσες

διαφορές εντός των ορίων των άλλων θρόνων, εξετάζοντας τις και εκφράζοντας την
τελική απόφαση» (σ. 198-199).
«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτές τις μαρτυρίες θα πρέπει να συμφωνήσουμε, ότι
στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ανήκε πραγματικά το προνόμιο της
εκδίκασης υποθέσεων σε ολόκληρη την ανατολή και ειδικότερα σχετικά με
αμφιλεγόμενα ζητήματα, στα οποία έρχονταν σε σύγκρουση τα συμφέροντα μιας
καθέδρας με άλλη, ή ζητήματα, τα οποία προέκυπταν λόγω του μη δίκαιου
καταμερισμού των εσόδων ή της παράνομης χρήσης εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας
κ.ο.κ. Σχετικά με αυτά τα ζητήματα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο
θρόνος του λειτουργούσαν ως το τελεσίδικο δικαστικό μέσο εξέτασης διαφόρων
ζητημάτων.» (σ. 199).
«Το τελευταίο προνόμιο της διοικητικής θέσεως του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως ήταν το δικαίωμα ανώτατου και τελεσίδικου δικαστηρίου
για ολόκληρη την επαρχία και σε σχέση με όλα τα πρόσωπα και τα αντικείμενα,
τα οποία υπόκειντο στην πνευματική του δικαιοδοσία. Για να κατανοηθεί η
σημασία αυτού του δικαιώματος είναι απαραίτητο πάνω απ’ όλα να σημειώσουμε,
ότι το πατριαρχικό δικαστήριο αντιπροσώπευε την πρώτη και τελεσίδικη αρχή
δικαιοσύνης για ορισμένες υποθέσεις, για κάποιες άλλες τη δεύτερη και ανώτατη
και για μερικές την τρίτη και τελεσίδικη» (σ. 214).
Δικαίωμα Σταυροπηγίας
«Σύμφωνα με το προνομιακό δικαίωμα εκδίκασης, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε και το προνομιακό δικαίωμα σχετικά με τη
Σταυροπηγία (ius stauropigii), το οποίο συνίστατο στο γεγονός ότι κατά την ίδρυση
μοναστηριού, εκκλησίας ή παρεκκλησίου στην επαρχία κάποιου μητροπολίτη ή
επισκόπου, ο Πατριάρχης διά της τοποθετήσεως του σταυρού εκ του ονόματος του
έθετε το εν λόγω μοναστήρι, τον ενοριακό ναό ή το παρεκκλήσι υπό την
δικαιοδοσία του, επομένως το μοναστήρι, η εκκλησία, έπαυαν να είναι υπό την
δικαιοδοσία του τοπικού επισκόπου ή της μητροπολιτικής αρχής.» (199-200 σ.)
«Με βάση αυτόν τον κανόνα και οι άλλοι πατριάρχες απολάμβαναν το
δικαίωμα να εγκαθιστούν σταυροπήγια μόνο εντός των ορίων των επαρχιών τους,
ενώ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα με τον νόμο της επαναγωγής
μπορούσε να διανέμει σταυροπηγιακό καθεστώς και να υπάγει υπό την αρχή του,
μοναστήρια, εκκλησίες και παρεκκλήσια ακόμα και εκτός της επαρχίας του στο
χώρο ολόκληρης της ανατολής. Επιπροσθέτως το ίδιο ισχύει και για τις περιοχές
ξένων και αγνώστων λαών, οι οποίοι εξαρτώντο απ’ το Θρόνο του Πατριάρχου
συμφώνα με τις εκκλησιαστικές σχέσεις.» (σ. 200).
Ειδική εξουσία επιβαλλόμενη υποχρεωτικά στους άλλους εκκλησιαστικούς
προεστώτες
«Σύμφωνα με όσα περιγράψαμε έως τώρα, η εξουσία του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως αναγνωριζόταν ως ειδική εξουσία του εκκλησιαστικού

προεστώτος σ’ ολόκληρη την ανατολή, με αυτή την έννοια, υπερείχε έναντι των
υπόλοιπων πατριαρχών όχι μόνο διά της πόλεως και της τιμής του θρόνου του
αλλά και δια μέσου αρμοδιοτήτων, οι οποίες ανήκαν στην αρχή του, γι’ αυτό και
οι πράξεις του ήταν υποχρεωτικές για τους υπόλοιπους προεστώτες» (σ. 205).
Πρωτείο στην εκπροσώπηση της Εκκλησίας ενώπιον των κοσμικών αρχών
«Όντας ουσιαστικά και συμφώνως με τα δικαιώματά του ο ανώτατος
προεστώς σχετικά με τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ήταν και ο κύριος εκπρόσωπος της Εκκλησίας ενώπιον της
κρατικής εξουσίας. Σύμφωνα με αυτή τη θέση ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
δεν ήταν απλά σύμβουλος της κρατικής εξουσίας για τη λύση των εκκλησιαστικών
ζητημάτων, αλλά και συμμέτοχος στη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων.
Αυτό επιβεβαιώνεται απ’ τους νομικούς κώδικες της κυβερνητικής εξουσίας, οι
οποίοι εκδόθηκαν στο όνομα διαφόρων πατριαρχών και επιπροσθέτως διά της
μεσολάβησης του Πατριάρχη ενώπιον της κυβερνητικής εξουσίας και λόγω της
πρωτοβουλίας του, και εν τέλει ιδιαίτερα όσον αφορά τους κώδικες τους
περιέχοντες νομοθετικά θεσπίσματα του Πατριάρχου, εγκριθέντα από τις
κυβερνητικές αρχές. Συγχρόνως με τα παραπάνω η κυβερνητική εξουσία σεβόταν
την ιδιαίτερη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στο κράτος και στην
Εκκλησία και του παραχωρούσε ιδιαίτερα προνόμια.» (σ. 216).
Δικαίωμα αποδοχής ξένων κληρικών χωρίς απολυτήριο
«Ας σημειωθεί, λέει ο Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της Νικαίας,
σύμφωνα με το κυριολεκτικό νόημα του παρόντος κανόνα, ότι μόνο στον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως παραχωρήθηκε το δικαίωμα να δέχεται ξένους
κληρικούς δίχως απολυτήριο έγγραφο απ’ τον χειροτονούντα αυτούς επίσκοπο,
μπορούσαν έστω να παρουσιάσουν έγγραφα, τα οποία μαρτυρούσαν για τη
χειροτονία τους ή την αποδοχή τους στον κλήρο. Η διάταξη της Συνόδου της Νικαίας
μπορεί να εκληφθεί και στη σύντομη περίληψη της επανάληψης του νόμου του
αυτοκράτορα Ηρακλείου που εκδόθηκε (μεταξύ 620-629) στο όνομα του
Πατριάρχου Σεργίου (610-629).» (σ. 221)
Μνημόνευση ονόματος Οικουμενικού Πατριάρχου
«Η μνημόνευση του ονόματος του Πατριάρχου ελάμβανε χώρα σε όλη την
περιφέρεια του Πατριαρχείου και ήταν στοιχείο, το οποίο μαρτυρούσε ότι αυτός
είναι ο πνευματικός ηγέτης και η κεφαλή όλης της περιφέρειας (Асt. Рatr. t. 1. рag.
564—566. Εδώ βρίσκεται η παραινετική επιστολή του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου προς τις εκκλησιαστικές αρχές της Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης, στην οποία ο Πατριάρχης εκθέτει το νόημα, τον σκοπό και τις αιτίες
του εθίμου της μνημόνευσης του πατριαρχικού ονόματος.)» (σ. 225)
Όχι απλά «πρωτείο τιμής»

«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα λεχθέντα σχετικά με τα δικαιώματα και τα
προνόμια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, είναι αναγκαίο να επιμείνουμε
στο γεγονός ότι αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να θεωρηθούν μόνο «προνόμια τιμής» και ότι ο Ιεράρχης της
Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια,
δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί ως «primus inter pares» γενικά εν μέσω των
επισκόπων, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με τους υφισταμένους του.
Όντας πραγματικά «primus inter pares» και εν μέσω των υφισταμένων του
επισκόπων, διά της χάρης της αρχιερωσύνης (ordinationis), υπερείχε έναντι όλων
των ιεραρχών της ανατολής διά των δικαιωμάτων και των προνομίων, τα
ανήκοντα σ’ αυτόν διά της εκκλησιαστικής αρχής (potestas jurisdictionis). Κατ’
αυτήν την άποψη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν κυριολεκτικά ο
πρεσβύτερος Ιεράρχης της ανατολής και ομού ο προεστώς της ευρύτερης
εκκλησιαστικής περιφέρειας. Στη βάση αυτής της θέσης, μόνο αυτός ασκούσε το
δικαίωμα της επιρροής εντός των ορίων άλλων πατριαρχών και η γνώμη του ήταν
αποφασιστική στα όρια της δικής του περιφέρειας. Δίχως τη δική του αρχή όχι
μόνο πολλές αλλά ακόμα και οι ανώτατες νομοθετικές πράξεις της
εκκλησιαστικής αρχής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμες. Ήταν η κεφαλή της
Εκκλησίας, η οποία έπρεπε να λαμβάνει μέρος σε όλες τις σημαντικές της
υποθέσεις, ούτως ώστε να τις κατευθύνει κατάλληλα και να τις καθοδηγήσει σε μια
νόμιμη και θεμιτή κατάληξη. Επιπλέον, ήταν ο κύριος φύλακας των
εκκλησιαστικών συμφερόντων, ο πρώτος που έπρεπε να λάβει αποτελεσματικά
μέτρα για την προστασία τους και την εξάλειψη οποιουδήποτε προβλήματος.
Αυτός ήταν ο πρεσβύτερος προεστώς, στον οποίο όλοι οι υπόλοιποι όφειλαν
σεβασμό, υπακοή και υποταγή, ούτως ώστε να μην θεωρηθούν παραβάτες των
εκκλησιαστικών κανόνων και να μην υποβληθούν σε νόμιμη τιμωρία. Με μια
λέξη, στο πρόσωπο του συνταιριάζονταν όλες οι λειτουργίες της εκκλησιαστικής
αρχής και όλες οι ανώτερες και τελικές της πράξεις, δηλαδή ήταν ο ανώτατος
διοικητής, δικαστής και νομοθέτης της χριστιανικής Εκκλησίας, ούτως ώστε όλοι
όσοι ζητούσαν μια τελεσίδικη απόφαση απευθύνονταν προς αυτόν και απ’ αυτόν
ελάμβαναν τις τελεσίδικες αποφάσεις σχετικά με διοικητικά και νομικά ζητήματα.»
(σ. 232-233)
Διαφορές από το ρωμαϊκό παπισμό
«Κατανοώντας τη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πρέπει να
προσθέσουμε, ότι αυτή η θέση, η οποία τον εξυψώνει έναντι όλων των προεστώτων
της ανατολής και προάγοντας τον Θρόνο του σε κέντρο της εκκλησιαστικής
διοικήσεως, δεν σχετίζεται ούτε με τα δικαιώματα, ούτε με τα προνόμια του
παγκόσμιου επισκόπου – «episcopus ecclesiae uiversalis», όπως ονομάζουν οι
δυτικοί καθολικοί τον Πάπα, με την έννοια, ότι αυτός μόνο θεωρείται η ορατή
κεφαλή και μοναδικός επίσκοπος της χριστιανικής Εκκλησίας, ενώ οι υπόλοιποι
προεστώτες της είναι πληρεξούσιοι του. Επιπροσθέτως δεν μπορούμε να
ταυτίσουμε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με την πληρότητα της
εκκλησιαστικής εξουσίας –plenitudo potestatis ecclesiasticae, την οποία οι
καθολικοί αποδίδουν στον Πάπα, με την έννοια, ότι αυτός μόνο είναι αδέσμευτος

και αλάθητος δικαστής των ζητημάτων της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και πίστεως.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες της διδασκαλίας της δυτικής Εκκλησίας, οι οποίες
συγκροτούν την συνεπή ανάπτυξη των όρων της, που έχουν εκφραστεί απ’ τους
Πάπες της Ρώμης στις διαφωνίες και στις διαμάχες τους με τους επισκόπους της
Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με τη παροχή αυτών ή άλλων προνομίων, δεν έχουν
τίποτα κοινό με την ανατολική Εκκλησία και τον πρεσβύτερό της προεστώτα. Αντί
για «episcopus ecclesiae universalis” είναι απλά «οικουμενικός πατριάρχης,
δηλαδή προεστώς της Εκκλησίας, η οποία εμπεριέχει την οικουμενική αλήθεια
και πρέπει να διαδώσει την ηθική της κυριαρχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντί για
«plenitudo potestatis ecclesiasticae», κατέχει μόνο την ανώτατη εκκλησιαστική
αρχή, η οποία αρμόζει στον πρεσβύτερο και κύριο προεστώτα, αλλά δεν κατέχει
απεριόριστη και αλάθητη κρίση σε ζητήματα της πίστης και της Εκκλησίας. Η
ουσιώδης διαφορά μεταξύ της θέσεως του δυτικού και του ανατολικού προεστώτα
της χριστιανικής Εκκλησίας έγκειται στο ότι ο Πάπας Ρώμης επισκιάζει διά της
εξουσίας του όλους τους υπόλοιπους προεστώτες, πέρα απ’ αυτόν δεν υπάρχει
κάποια ανώτατη εξουσία και δεν υπόκειται σε κανένα δικαστήριο, είναι απολύτως
ανεύθυνος αναφορικά με τις διατάξεις τους. Απ’ την άλλη πλευρά ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο νόμιμος δικαστής κάθε υφιστάμενου προεστώτος,
ενώ ο ίδιος με τη σειρά του μπορεί να δικαστεί απ’ αυτούς και είναι υπεύθυνος για
όλες τις πράξεις και τις διατάξεις του. Αυτή η διαφορά είναι αποφασιστικής
σημασίας και θέτει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του απολυταρχισμού και
δεσποτισμού του αρχιερέα της Ρώμης απ’ τη μια πλευρά, και του προεστώτος και
ιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως απ’ την άλλη – τον αναγκάζει να αναγνωρίσει τον
τελευταίο ως πρώτο και κύριο εκκλησιαστικό προεστώτα μεταξύ των άλλων, όχι
μόνο λόγω των προνομίων τιμής, αλλά και λόγω των δικαιωμάτων της
πραγματικής εξουσίας, με τα οποία αυτός ήταν πρώτος ηγέτης, δικαστής και
νομοθέτης πρώτα για τους υφισταμένους του στην επαρχία του αλλά και για
ολόκληρη την χριστιανική ορθόδοξη ανατολή. Στον Θρόνο του, όχι με τη μορφή
εκφράσεων σεβασμού αλλά συμφώνως προς τον νόμο, απευθύνονταν όλοι και
ειδικότερα οι ανώτεροι προεστώτες για την λήψη τελεσίδικης δικαστικής
αποφάσεως. Στο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εξετάζονταν και αποφασίζονταν
όλα τα ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και δικαιωμάτων, αυτός ήταν το
πρόσωπο και η φωνή που χρειαζόταν για να προσδώσει πλήρες νόημα σε κάθε
εκκλησιαστική διάταξη, η απουσία της σύμφωνης γνώμης του αποστερούσε τη
διάταξη απ’ την επερχόμενη θεμιτή εφαρμογή της.» (σ. 233-234).

***

Αναφορικά με αυτό το κείμενο επιτρέψτε μου να διαφωνήσω μόνο με μία
πρόταση: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο νόμιμος δικαστής κάθε
υφιστάμενου προεστώτος, ενώ ο ίδιος με τη σειρά του μπορεί να δικαστεί απ’
αυτούς». Η υποδικία του Οικουμενικού Πατριάρχου προς τους άλλους προεστώτες
δεν προϋποτίθεται απ’ τους κανόνες και είναι άγνωστη στην εκκλησιαστική
πρακτική.
Ο συγγραφέας περιέγραψε λεπτομερώς όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια
του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά τη βυζαντινή περίοδο σύμφωνα με τους

κανόνες, τα κανονικά κείμενα, τις αυτοκρατορικές νομοθεσίες και την πρακτική της
Εκκλησίας και μάλιστα προηγήθηκε του αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου
στην έκφραση «primus sine paribus», για την οποία του έχουν επιτεθεί συχνά.
Ταυτόχρονα ο Τ. Β. Μπαρσόφ εξέφρασε αυτήν την ιδέα πιο ήπια, χωρίς να της
δώσει καθαρό ορισμό: «Ο Ιεράρχης της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος
απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια, δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί
ως «primus inter pares» γενικά εν μέσω των επισκόπων, αλλά και ειδικότερα σε
σχέση με τους υφισταμένους του. Όντας πραγματικά «primus inter pares» και εν
μέσω των υφισταμένων του επισκόπων, διά της χάρης της αρχιερωσύνης
(ordinationis), υπερείχε έναντι όλων των ιεραρχών της ανατολής διά των
δικαιωμάτων και των προνομίων, τα ανήκοντα σ’ αυτόν διά της εκκλησιαστικής
αρχής (potestas jurisdictionis)».
Τοιουτοτρόπως, οι απόπειρες των εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας στα
μέσα του 20 ου αιώνος να αρνηθούν τα δικαιώματα και τα προνόμια του
Οικουμενικού Θρόνου, τα οποία του έχουν παραχωρηθεί απ’ τους ιερούς κανόνες,
δεν μπορούν να αντέξουν στον έλεγχο.

Αποσπάσματα από την έρευνα του Ρώσου κανονολόγου Τ. Β. Μπαρσόφ με τίτλο «Ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας» .
Εισαγωγικό και τελικό σχόλιο από τον Κωνσταντίνο Βετόσνικοφ .
Τον τελευταίο καιρό οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Εκκλησίας έχουν ξεσπάσει
διά μέσου ενός καταιγισμού δηλώσεων και δημοσιεύσεων υποστηρίζοντας, ότι ο
Οικουμενικός Πατριάρχης ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερα προνόμια
συγκρινόμενος με άλλους Πατριάρχες και ότι όλες οι θεωρίες σχετικά με τα
ιδιαίτερα δικαιώματά του αποτελούν καινοτομίες του 20 ου ή ακόμα και του 21 ου
αιώνα. Ωστόσο, η μοναδική καινοτομία είναι η άρνηση των ειδικών προνομίων του
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τον 19 ο αιώνα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
αναγνώριζε πλήρως όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια του Αρχιερέα της
Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό επιβεβαιώνεται μάλιστα από την μελέτη του
διακεκριμένου Ρώσου κανονολόγου, καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της
Αγίας Πετρούπολης, Τιμοθέου Βασίλιεβιτς Μπαρσόφ (1836-1904), «Ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως και η εξουσία του επί της Ρωσικής Εκκλησίας», Αγία
Πετρούπολη, 1878. Η έκδοση του εν λόγω βιβλίου εγκρίθηκε απ’ το συμβούλιο της
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αγ. Πετρούπολης, όπως μαρτυρείται απ’ τη θεώρηση
της υπηρεσίας λογοκρισίας, η οποία βρίσκεται στο πίσω μέρος του εξώφυλλου του
έργου. «Επιτρέπεται να τυπωθεί σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αγ. Πετρούπολης, 22 Μαρτίου 1878 ο Πρύτανης της
Ακαδημίας, Πρωθιερέας Ιωάννης Γιανίσεφ».
Κάτωθι παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα απ’ το τέταρτο κεφάλαιο «Τα
δικαιώματα και τα προνόμια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», στο οποίο
περιγράφονται τα δικαιώματα και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά
τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
***

Το δικαίωμα της ανωτάτης εκκλησιαστικής διοικήσεως
«Ως προεστώς ολόκληρης της ορθόδοξης χριστιανικής ανατολής, ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε του δικαιώματος της ανωτάτης
εκκλησιαστικής διοικήσεως πάνω απ’ όλους. Με βάση την άσκηση αυτού του

δικαιώματος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, όπως έχουμε ήδη δει, ελάμβανε
ιδιαίτερη συμμετοχή στη τοποθέτηση άλλων πατριαρχών. Κατά παρόμοιο τρόπο
και ο Θρόνος του, ήταν η εστία, στην οποία αυτοί συναθροίζονταν και στην οποία
αποφασίζονταν οι σημαντικές υποθέσεις ολόκληρης της χριστιανικής ανατολής.
Συμφώνως με αυτές τις θέσεις ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δικαιωματικά
μπορεί να καλείται «πρώτος» μεταξύ άλλων, και ο θρόνος του ο επικεφαλής
μεταξύ των άλλων» (σ. 188).
Δικαίωμα ανωτάτου δικαστηρίου τελικής προσφυγής-ένστασης σε όλη την
ανατολή
«Μαζί με το δικαίωμα της ανώτατης διοικήσεως, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε το δικαίωμα του ανώτατου δικαστηρίου σε όλη
την ανατολή. Αυτό το προνόμιο παραχωρήθηκε στον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) με αυτή την έννοια, οι
κληρικοί γενικά, και ειδικότερα οι επίσκοποι οι έχοντες παράπονα έναντι των
τοπικών μητροπολιτών μπορούσαν να προσφύγουν στον έξαρχο της μεγαλύτερης
επαρχίας, ή στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για να εκδικάσει το ζήτημα» (σ.
190).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα πιο αλάθευτο αποτέλεσμα της έρευνας μας θα
πρέπει να είναι το εξής, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της
εξαιρετικά ιδιαίτερης θέσης του Θρόνου του στην Ανατολή, μπορούσε να γίνει ο
αποδέκτης στο πλαίσιο της τακτικής δικαστικής διαδικασίας καταγγελιών επί
αμφιλεγόμενων ζητημάτων, τα οποία είχαν ήδη εξεταστεί από άλλους θρόνους,
αλλά δίχως να έχουν λάβει ικανοποιητική απόφαση για την προσφεύγουσα πλευρά,
και οι αυτοκράτορες του παρέδιδαν προς λήψη αποφάσεων αιτιάσεις απ’ όλα τα
μέρη της αυτοκρατορίας, σ’ αυτή την περίπτωση όχι μόνο για μερικά αμφιλεγόμενα
ζητήματα, αλλά και σχετικά με κατηγορίες εναντίον κληρικών. Σε κάθε περίπτωση, ο
Θρόνος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν το ανώτατο δικαστήριο
όλης της χριστιανικής ανατολής και ο Ιεράρχης της ο ανώτατος δικαστής όλου του
κλήρου της ανατολής» (σ. 196-197).
«Ο ισχυρισμός του Ζωναρά, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μόνο διά
του εξαναγκασμού και λόγω του δικαιώματος της διοικητικής εξάρτησης απ’ αυτόν,
δεν μπορεί να οδηγήσει στο δικαστήριο μητροπολίτες επαρχιών άλλων
πατριαρχείων, υποδηλώνει, ότι αυτό μπορούσε να συμβεί με καλή θέληση, εξαιτίας
της προσωπικής επιθυμίας των μητροπολιτών, οι οποίοι θέλουν να εκφράσουν τα
παράπονα τους φέρνοντας τα για εξέταση και διευθέτηση στον Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως. Όσον αφορά τον Βαλσαμώνα, αυτός εκφράζει τη γνώμη, ότι
οι δικαστικές υποθέσεις των κληρικών θα πρέπει να εκδικάζονται απ’ το δικαστήριο,
στο οποίο βρίσκεται το κατηγορητήριο του υποδίκου. Συνεπώς η καταγγελία του
μητροπολίτη πρέπει να εξεταστεί ή απ’ τον έξαρχο της περιφέρειας ή απ’ τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Βαλσαμών όμως προσθέτει, ότι αυτό το
προνόμιο των εξάρχων δεν εφαρμοζόταν. Ο Βλάσταρης δεν εκφράζει κανέναν
ενδοιασμό γι’ αυτό το ζήτημα, υποστηρίζοντας με βεβαιότητα, ότι στον προεστώτα
της Κωνσταντινουπόλεως ανήκε το δικαίωμα να επιβλέπει τις ανακύπτουσες

διαφορές εντός των ορίων των άλλων θρόνων, εξετάζοντας τις και εκφράζοντας την
τελική απόφαση» (σ. 198-199).
«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτές τις μαρτυρίες θα πρέπει να συμφωνήσουμε, ότι
στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ανήκε πραγματικά το προνόμιο της
εκδίκασης υποθέσεων σε ολόκληρη την ανατολή και ειδικότερα σχετικά με
αμφιλεγόμενα ζητήματα, στα οποία έρχονταν σε σύγκρουση τα συμφέροντα μιας
καθέδρας με άλλη, ή ζητήματα, τα οποία προέκυπταν λόγω του μη δίκαιου
καταμερισμού των εσόδων ή της παράνομης χρήσης εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας
κ.ο.κ. Σχετικά με αυτά τα ζητήματα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο
θρόνος του λειτουργούσαν ως το τελεσίδικο δικαστικό μέσο εξέτασης διαφόρων
ζητημάτων.» (σ. 199).
«Το τελευταίο προνόμιο της διοικητικής θέσεως του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως ήταν το δικαίωμα ανώτατου και τελεσίδικου δικαστηρίου
για ολόκληρη την επαρχία και σε σχέση με όλα τα πρόσωπα και τα αντικείμενα,
τα οποία υπόκειντο στην πνευματική του δικαιοδοσία. Για να κατανοηθεί η
σημασία αυτού του δικαιώματος είναι απαραίτητο πάνω απ’ όλα να σημειώσουμε,
ότι το πατριαρχικό δικαστήριο αντιπροσώπευε την πρώτη και τελεσίδικη αρχή
δικαιοσύνης για ορισμένες υποθέσεις, για κάποιες άλλες τη δεύτερη και ανώτατη
και για μερικές την τρίτη και τελεσίδικη» (σ. 214).
Δικαίωμα Σταυροπηγίας
«Σύμφωνα με το προνομιακό δικαίωμα εκδίκασης, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απολάμβανε και το προνομιακό δικαίωμα σχετικά με τη
Σταυροπηγία (ius stauropigii), το οποίο συνίστατο στο γεγονός ότι κατά την ίδρυση
μοναστηριού, εκκλησίας ή παρεκκλησίου στην επαρχία κάποιου μητροπολίτη ή
επισκόπου, ο Πατριάρχης διά της τοποθετήσεως του σταυρού εκ του ονόματος του
έθετε το εν λόγω μοναστήρι, τον ενοριακό ναό ή το παρεκκλήσι υπό την
δικαιοδοσία του, επομένως το μοναστήρι, η εκκλησία, έπαυαν να είναι υπό την
δικαιοδοσία του τοπικού επισκόπου ή της μητροπολιτικής αρχής.» (199-200 σ.)
«Με βάση αυτόν τον κανόνα και οι άλλοι πατριάρχες απολάμβαναν το
δικαίωμα να εγκαθιστούν σταυροπήγια μόνο εντός των ορίων των επαρχιών τους,
ενώ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα με τον νόμο της επαναγωγής
μπορούσε να διανέμει σταυροπηγιακό καθεστώς και να υπάγει υπό την αρχή του,
μοναστήρια, εκκλησίες και παρεκκλήσια ακόμα και εκτός της επαρχίας του στο
χώρο ολόκληρης της ανατολής. Επιπροσθέτως το ίδιο ισχύει και για τις περιοχές
ξένων και αγνώστων λαών, οι οποίοι εξαρτώντο απ’ το Θρόνο του Πατριάρχου
συμφώνα με τις εκκλησιαστικές σχέσεις.» (σ. 200).
Ειδική εξουσία επιβαλλόμενη υποχρεωτικά στους άλλους εκκλησιαστικούς
προεστώτες
«Σύμφωνα με όσα περιγράψαμε έως τώρα, η εξουσία του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως αναγνωριζόταν ως ειδική εξουσία του εκκλησιαστικού

προεστώτος σ’ ολόκληρη την ανατολή, με αυτή την έννοια, υπερείχε έναντι των
υπόλοιπων πατριαρχών όχι μόνο διά της πόλεως και της τιμής του θρόνου του
αλλά και δια μέσου αρμοδιοτήτων, οι οποίες ανήκαν στην αρχή του, γι’ αυτό και
οι πράξεις του ήταν υποχρεωτικές για τους υπόλοιπους προεστώτες» (σ. 205).
Πρωτείο στην εκπροσώπηση της Εκκλησίας ενώπιον των κοσμικών αρχών
«Όντας ουσιαστικά και συμφώνως με τα δικαιώματά του ο ανώτατος
προεστώς σχετικά με τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ήταν και ο κύριος εκπρόσωπος της Εκκλησίας ενώπιον της
κρατικής εξουσίας. Σύμφωνα με αυτή τη θέση ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
δεν ήταν απλά σύμβουλος της κρατικής εξουσίας για τη λύση των εκκλησιαστικών
ζητημάτων, αλλά και συμμέτοχος στη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων.
Αυτό επιβεβαιώνεται απ’ τους νομικούς κώδικες της κυβερνητικής εξουσίας, οι
οποίοι εκδόθηκαν στο όνομα διαφόρων πατριαρχών και επιπροσθέτως διά της
μεσολάβησης του Πατριάρχη ενώπιον της κυβερνητικής εξουσίας και λόγω της
πρωτοβουλίας του, και εν τέλει ιδιαίτερα όσον αφορά τους κώδικες τους
περιέχοντες νομοθετικά θεσπίσματα του Πατριάρχου, εγκριθέντα από τις
κυβερνητικές αρχές. Συγχρόνως με τα παραπάνω η κυβερνητική εξουσία σεβόταν
την ιδιαίτερη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στο κράτος και στην
Εκκλησία και του παραχωρούσε ιδιαίτερα προνόμια.» (σ. 216).
Δικαίωμα αποδοχής ξένων κληρικών χωρίς απολυτήριο
«Ας σημειωθεί, λέει ο Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της Νικαίας,
σύμφωνα με το κυριολεκτικό νόημα του παρόντος κανόνα, ότι μόνο στον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως παραχωρήθηκε το δικαίωμα να δέχεται ξένους
κληρικούς δίχως απολυτήριο έγγραφο απ’ τον χειροτονούντα αυτούς επίσκοπο,
μπορούσαν έστω να παρουσιάσουν έγγραφα, τα οποία μαρτυρούσαν για τη
χειροτονία τους ή την αποδοχή τους στον κλήρο. Η διάταξη της Συνόδου της Νικαίας
μπορεί να εκληφθεί και στη σύντομη περίληψη της επανάληψης του νόμου του
αυτοκράτορα Ηρακλείου που εκδόθηκε (μεταξύ 620-629) στο όνομα του
Πατριάρχου Σεργίου (610-629).» (σ. 221)
Μνημόνευση ονόματος Οικουμενικού Πατριάρχου
«Η μνημόνευση του ονόματος του Πατριάρχου ελάμβανε χώρα σε όλη την
περιφέρεια του Πατριαρχείου και ήταν στοιχείο, το οποίο μαρτυρούσε ότι αυτός
είναι ο πνευματικός ηγέτης και η κεφαλή όλης της περιφέρειας (Асt. Рatr. t. 1. рag.
564—566. Εδώ βρίσκεται η παραινετική επιστολή του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου προς τις εκκλησιαστικές αρχές της Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης, στην οποία ο Πατριάρχης εκθέτει το νόημα, τον σκοπό και τις αιτίες
του εθίμου της μνημόνευσης του πατριαρχικού ονόματος.)» (σ. 225)
Όχι απλά «πρωτείο τιμής»

«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα λεχθέντα σχετικά με τα δικαιώματα και τα
προνόμια του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, είναι αναγκαίο να επιμείνουμε
στο γεγονός ότι αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να θεωρηθούν μόνο «προνόμια τιμής» και ότι ο Ιεράρχης της
Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια,
δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί ως «primus inter pares» γενικά εν μέσω των
επισκόπων, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με τους υφισταμένους του.
Όντας πραγματικά «primus inter pares» και εν μέσω των υφισταμένων του
επισκόπων, διά της χάρης της αρχιερωσύνης (ordinationis), υπερείχε έναντι όλων
των ιεραρχών της ανατολής διά των δικαιωμάτων και των προνομίων, τα
ανήκοντα σ’ αυτόν διά της εκκλησιαστικής αρχής (potestas jurisdictionis). Κατ’
αυτήν την άποψη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν κυριολεκτικά ο
πρεσβύτερος Ιεράρχης της ανατολής και ομού ο προεστώς της ευρύτερης
εκκλησιαστικής περιφέρειας. Στη βάση αυτής της θέσης, μόνο αυτός ασκούσε το
δικαίωμα της επιρροής εντός των ορίων άλλων πατριαρχών και η γνώμη του ήταν
αποφασιστική στα όρια της δικής του περιφέρειας. Δίχως τη δική του αρχή όχι
μόνο πολλές αλλά ακόμα και οι ανώτατες νομοθετικές πράξεις της
εκκλησιαστικής αρχής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμες. Ήταν η κεφαλή της
Εκκλησίας, η οποία έπρεπε να λαμβάνει μέρος σε όλες τις σημαντικές της
υποθέσεις, ούτως ώστε να τις κατευθύνει κατάλληλα και να τις καθοδηγήσει σε μια
νόμιμη και θεμιτή κατάληξη. Επιπλέον, ήταν ο κύριος φύλακας των
εκκλησιαστικών συμφερόντων, ο πρώτος που έπρεπε να λάβει αποτελεσματικά
μέτρα για την προστασία τους και την εξάλειψη οποιουδήποτε προβλήματος.
Αυτός ήταν ο πρεσβύτερος προεστώς, στον οποίο όλοι οι υπόλοιποι όφειλαν
σεβασμό, υπακοή και υποταγή, ούτως ώστε να μην θεωρηθούν παραβάτες των
εκκλησιαστικών κανόνων και να μην υποβληθούν σε νόμιμη τιμωρία. Με μια
λέξη, στο πρόσωπο του συνταιριάζονταν όλες οι λειτουργίες της εκκλησιαστικής
αρχής και όλες οι ανώτερες και τελικές της πράξεις, δηλαδή ήταν ο ανώτατος
διοικητής, δικαστής και νομοθέτης της χριστιανικής Εκκλησίας, ούτως ώστε όλοι
όσοι ζητούσαν μια τελεσίδικη απόφαση απευθύνονταν προς αυτόν και απ’ αυτόν
ελάμβαναν τις τελεσίδικες αποφάσεις σχετικά με διοικητικά και νομικά ζητήματα.»
(σ. 232-233)
Διαφορές από το ρωμαϊκό παπισμό
«Κατανοώντας τη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πρέπει να
προσθέσουμε, ότι αυτή η θέση, η οποία τον εξυψώνει έναντι όλων των προεστώτων
της ανατολής και προάγοντας τον Θρόνο του σε κέντρο της εκκλησιαστικής
διοικήσεως, δεν σχετίζεται ούτε με τα δικαιώματα, ούτε με τα προνόμια του
παγκόσμιου επισκόπου – «episcopus ecclesiae uiversalis», όπως ονομάζουν οι
δυτικοί καθολικοί τον Πάπα, με την έννοια, ότι αυτός μόνο θεωρείται η ορατή
κεφαλή και μοναδικός επίσκοπος της χριστιανικής Εκκλησίας, ενώ οι υπόλοιποι
προεστώτες της είναι πληρεξούσιοι του. Επιπροσθέτως δεν μπορούμε να
ταυτίσουμε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με την πληρότητα της
εκκλησιαστικής εξουσίας –plenitudo potestatis ecclesiasticae, την οποία οι
καθολικοί αποδίδουν στον Πάπα, με την έννοια, ότι αυτός μόνο είναι αδέσμευτος

και αλάθητος δικαστής των ζητημάτων της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και πίστεως.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες της διδασκαλίας της δυτικής Εκκλησίας, οι οποίες
συγκροτούν την συνεπή ανάπτυξη των όρων της, που έχουν εκφραστεί απ’ τους
Πάπες της Ρώμης στις διαφωνίες και στις διαμάχες τους με τους επισκόπους της
Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με τη παροχή αυτών ή άλλων προνομίων, δεν έχουν
τίποτα κοινό με την ανατολική Εκκλησία και τον πρεσβύτερό της προεστώτα. Αντί
για «episcopus ecclesiae universalis” είναι απλά «οικουμενικός πατριάρχης,
δηλαδή προεστώς της Εκκλησίας, η οποία εμπεριέχει την οικουμενική αλήθεια
και πρέπει να διαδώσει την ηθική της κυριαρχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντί για
«plenitudo potestatis ecclesiasticae», κατέχει μόνο την ανώτατη εκκλησιαστική
αρχή, η οποία αρμόζει στον πρεσβύτερο και κύριο προεστώτα, αλλά δεν κατέχει
απεριόριστη και αλάθητη κρίση σε ζητήματα της πίστης και της Εκκλησίας. Η
ουσιώδης διαφορά μεταξύ της θέσεως του δυτικού και του ανατολικού προεστώτα
της χριστιανικής Εκκλησίας έγκειται στο ότι ο Πάπας Ρώμης επισκιάζει διά της
εξουσίας του όλους τους υπόλοιπους προεστώτες, πέρα απ’ αυτόν δεν υπάρχει
κάποια ανώτατη εξουσία και δεν υπόκειται σε κανένα δικαστήριο, είναι απολύτως
ανεύθυνος αναφορικά με τις διατάξεις τους. Απ’ την άλλη πλευρά ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο νόμιμος δικαστής κάθε υφιστάμενου προεστώτος,
ενώ ο ίδιος με τη σειρά του μπορεί να δικαστεί απ’ αυτούς και είναι υπεύθυνος για
όλες τις πράξεις και τις διατάξεις του. Αυτή η διαφορά είναι αποφασιστικής
σημασίας και θέτει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του απολυταρχισμού και
δεσποτισμού του αρχιερέα της Ρώμης απ’ τη μια πλευρά, και του προεστώτος και
ιεράρχη της Κωνσταντινουπόλεως απ’ την άλλη – τον αναγκάζει να αναγνωρίσει τον
τελευταίο ως πρώτο και κύριο εκκλησιαστικό προεστώτα μεταξύ των άλλων, όχι
μόνο λόγω των προνομίων τιμής, αλλά και λόγω των δικαιωμάτων της
πραγματικής εξουσίας, με τα οποία αυτός ήταν πρώτος ηγέτης, δικαστής και
νομοθέτης πρώτα για τους υφισταμένους του στην επαρχία του αλλά και για
ολόκληρη την χριστιανική ορθόδοξη ανατολή. Στον Θρόνο του, όχι με τη μορφή
εκφράσεων σεβασμού αλλά συμφώνως προς τον νόμο, απευθύνονταν όλοι και
ειδικότερα οι ανώτεροι προεστώτες για την λήψη τελεσίδικης δικαστικής
αποφάσεως. Στο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εξετάζονταν και αποφασίζονταν
όλα τα ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και δικαιωμάτων, αυτός ήταν το
πρόσωπο και η φωνή που χρειαζόταν για να προσδώσει πλήρες νόημα σε κάθε
εκκλησιαστική διάταξη, η απουσία της σύμφωνης γνώμης του αποστερούσε τη
διάταξη απ’ την επερχόμενη θεμιτή εφαρμογή της.» (σ. 233-234).

***

Αναφορικά με αυτό το κείμενο επιτρέψτε μου να διαφωνήσω μόνο με μία
πρόταση: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο νόμιμος δικαστής κάθε
υφιστάμενου προεστώτος, ενώ ο ίδιος με τη σειρά του μπορεί να δικαστεί απ’
αυτούς». Η υποδικία του Οικουμενικού Πατριάρχου προς τους άλλους προεστώτες
δεν προϋποτίθεται απ’ τους κανόνες και είναι άγνωστη στην εκκλησιαστική
πρακτική.
Ο συγγραφέας περιέγραψε λεπτομερώς όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια
του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά τη βυζαντινή περίοδο σύμφωνα με τους

κανόνες, τα κανονικά κείμενα, τις αυτοκρατορικές νομοθεσίες και την πρακτική της
Εκκλησίας και μάλιστα προηγήθηκε του αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου
στην έκφραση «primus sine paribus», για την οποία του έχουν επιτεθεί συχνά.
Ταυτόχρονα ο Τ. Β. Μπαρσόφ εξέφρασε αυτήν την ιδέα πιο ήπια, χωρίς να της
δώσει καθαρό ορισμό: «Ο Ιεράρχης της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος
απολαμβάνει αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια, δεν μπορεί απλά να θεωρηθεί
ως «primus inter pares» γενικά εν μέσω των επισκόπων, αλλά και ειδικότερα σε
σχέση με τους υφισταμένους του. Όντας πραγματικά «primus inter pares» και εν
μέσω των υφισταμένων του επισκόπων, διά της χάρης της αρχιερωσύνης
(ordinationis), υπερείχε έναντι όλων των ιεραρχών της ανατολής διά των
δικαιωμάτων και των προνομίων, τα ανήκοντα σ’ αυτόν διά της εκκλησιαστικής
αρχής (potestas jurisdictionis)».
Τοιουτοτρόπως, οι απόπειρες των εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας στα
μέσα του 20 ου αιώνος να αρνηθούν τα δικαιώματα και τα προνόμια του
Οικουμενικού Θρόνου, τα οποία του έχουν παραχωρηθεί απ’ τους ιερούς κανόνες,
δεν μπορούν να αντέξουν στον έλεγχο. Αρχιμ. Ρωμανός Αναστασιάδης

Τα σχόλια είναι κλειστά.