Οι καύσωνες, οι πυρκαγιές και άλλα φαινόμενα που προκαλεί η κλιματική κρίση, αλλά και η διαρκής αύξηση του κόστους, οδηγούν σε μία ακόμη κρίση. Tης βιομηχανίας των διακοπών.
Έχουμε εισέλθει στην εποχή του «μη τουρισμού»; Σύμφωνα με τον Στέφαν Γκέσλινγκ, καθηγητή στη Σχολή Επιχειρήσεων και Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Linnaeus στη Σουηδία, ναι. Αιτία, η κλιματική κρίση και οι συνέπειές της, αλλά και το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των ταξιδιών.
Ο Γκέσλινγκ, ειδικός στις βιώσιμες μεταφορές, που έχει εργαστεί ως σύμβουλος στον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα, προβλέπει ότι μέσα στα επόμενα 80 χρόνια ο τουρισμός θα είναι κάτι άγνωστο για την πλειονότητα των ανθρώπων. Δεν θα αλλάξει απλώς. Και όσο και αν αυτό σήμερα, την εποχή του μαζικού τουρισμού και των ορδών που «πνίγουν» πόλεις και θαλασσινούς προορισμούς, φαίνεται αδιανόητο, έχει επιχειρήματα.
Μιλώντας πρόσφατα σε τουριστικό συνέδριο (ITB Berlin), παρουσία τουριστικών πρακτόρων, εταιρειών ενοικίασης αυτοκινήτων, ξενοδόχων και εταιρειών κρουαζιέρας, είπε: «Έχουμε ήδη εισέλθει στην αρχή της εποχής του μη τουρισμού». Και το είπε έχοντας πλήρη συνείδηση ότι μόλις τώρα ανέκαμψε η τουριστική βιομηχανία από τις συνέπειες της πανδημία επιστρέφοντας στα παλιά, καλά επίπεδα.
Αλλά ο Γκέσλινγκ έχει πραγματοποιήσει σχετική έρευνα, στην οποία υποστηρίζει ότι καθώς η ρύπανση από άνθρακα πυροδοτεί τους καύσωνες, τροφοδοτεί τις πυρκαγιές και καταστρέφει τις συγκομιδές, το κόστος των ταξιδιών στο εξωτερικό θα εκτοξευθεί. Συνεπώς, λιγότεροι άνθρωποι θα μπορούν να το αντέξουν οικονομικά.
«Πριν από ογδόντα χρόνια, ο μαζικός τουρισμός ξεκίνησε στην Ευρώπη. Σε ογδόντα χρόνια από τώρα, αμφιβάλλω αν θα έχει απομείνει πολύς τουρισμός στον κόσμο», λέει.
Από τις Άλπεις έως την Ελλάδα
Ο Στέφαν Γκέσλινγκ δίνει μια σειρά από παραδείγματα για να στηρίξει τη θεωρία του. Ξεκινώντας από τους χειμερινούς προορισμούς, που ήδη αισθάνονται την πίεση από την κλιματική αλλαγή, επισημαίνει ότι ο ζεστός καιρός λιώνει το χιόνι που κρατά ζωντανά τα χιονοδρομικά κέντρα των Άλπεων. Επίσης, η διάβρωση των ακτών αφαιρεί την άμμο από τις παραλίες της νότιας Ευρώπης. Οι ξηρασίες, στην Ισπανία αναγκάζουν ξενοδοχεία να φέρνουν γλυκό νερό από αλλού, ενώ οι πυρκαγιές καταστρέφουν τα ελληνικά νησιά.
Hotspot τα ελληνικά νησιά
Στη μελέτη που συνυπέγραψε με τον Ντάνιελ Σκοτ του Πανεπιστημίου του Waterloo, με τίτλο «Τουριστική ζήτηση και ανάπτυξη προορισμών σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής», επισημαίνει ότι τα νησιά του Νότιου Αιγαίου, που τόσο αγαπούν οι τουρίστες (Κως, Ρόδος, Μύκονος κ.λπ.) είναι το «πιο κρίσιμο» hotspot στην Ευρώπη. Ακολουθούν τα νησιά του Ιονίου (όπως η Κέρκυρα).
Η μελέτη εξετάζει τους κλιματικούς κινδύνους σε συνδυασμό με την εξάρτηση από τον τουρισμό. Επισημαίνει ότι η οικονομική πίεση που προκαλείται από αυτά τα ζητήματα, οι ταξιδιωτικές εταιρείες πιθανότατα θα μετακυλίσουν στους πελάτες. Και πως αυτή θα επιδεινωθεί από το αυξανόμενο κόστος των τροφίμων, που επίσης επηρεάζονται από την κλιματική κρίση: από τον καφέ μέχρι τη σοκολάτα και το ελαιόλαδο. Ακόμη μια αιτία αύξησης του κόστους είναι η αυξανόμενη ανάγκη για ασφάλιση έναντι ακραίων καιρικών φαινομένων.
Μιλώντας στον Guardian, o Γκέσλινγκ επισήμανε ότι, «προς το παρόν, το πρόβλημα επικεντρώνεται τοπικά. Αλλά στο μέλλον, θα γίνει πιο συχνό, θα καλύψει περισσότερα μέρη και θα μετατραπεί σε κάτι ανατρεπτικό».
Το κόστος προσαρμογής
Ο καθηγητής Γκέσλινγκ δεν μασάει τα λόγια του. Και ενώ παραδέχεται ότι, το κατά πόσον αυτή η αύξηση του κόστους θα μπορούσε να ξεπεράσει την αναμενόμενη αύξηση των παγκόσμιων εισοδημάτων είναι προς συζήτηση, πιστεύει ότι οι τουρίστες θα νιώσουν την πίεση ακόμη και οι ασταθείς κλιματικές συνθήκες «ελεγχθούν».
Επισημαίνει ότι ορισμένες ζημιές μπορούν να αποφευχθούν μέσω της προσαρμογής, αλλά αυτό κοστίζει πολύ. Και επισημαίνει ότι εάν η ρύπανση από άνθρακα μειωθεί απότομα, αυτό θα κοστίσει περισσότερο σε τομείς όπως η αεροπορία, η οποία έχει φυσικούς περιορισμούς. Και σχολιάζοντας τον στόχο κυβερνήσεων να επιβάλουν φόρο άνθρακα στις πτήσεις, για να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης, ή να αποζημιώσουν τις φτωχές χώρες για τις ζημιές που προκαλούνται από τα ορυκτά καύσιμα, είναι πολύ σκληρός: «Αυτό είναι πράσινο ξέπλυμα», λέει.
Παραδέχεται ότι κάποια πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Παράδειγμα, τα ξενοδοχεία που τοποθετούν ηλιακούς συλλέκτες στις στέγες τους και οι άνθρωποι που αρχίζουν να αναγνωρίζουν το πρόβλημα.
«Έχουμε τεράστια δυσκολία να κάνουμε το βήμα από την αναγνώριση του προβλήματος στη δράση», λέει. «Αλλά οι άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει ότι αντιμετωπίζουν κινδύνους και θέλουν να κατανοήσουν τους επιχειρηματικούς κινδύνους. Το μήνυμα δεν είναι ευπρόσδεκτο, αλλά σίγουρα κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν».
Το 1% που φταίει για την κρίση
Ο Γκέσλινγκ έχει γίνει γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με το αυξανόμενο αποτύπωμα άνθρακα του τουρισμού (8,8% της ρύπανσης που θερμαίνει τον πλανήτη) και την ανισότητα στις εκπομπές των αερομεταφορών (μόνο το 2-4% των ανθρώπων πετούν στο εξωτερικό σε ένα δεδομένο έτος). Επίσης, ότι το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για το ήμισυ των εκπομπών από τις αερομεταφορές.
«Αν αυτή η ομάδα ταξίδευε το μισό, που εξακολουθεί να είναι πολύ, θα μπορούσαμε να μειώσουμε τις εκπομπές λόγω αερομεταφορών κατά 25%», είπε. Ωστόσο, εξηγεί ότι και οι απλοί άνθρωποι στις πλούσιες χώρες πρέπει να «πετούν» λιγότερο.
«Ο πονοκέφαλός μας είναι τα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων», λέει, επικαλούμενος τους influencers της Gen Ζ που πωλούν τα ταξίδια ως εμπνευσμένο τρόπο ζωής. «Όλοι βλέπουν τον τουρισμό ως ένα σύστημα, για το οποίο υπεύθυνοι είναι οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες», λέει. Αλλά όπως, σημειώνει, «εμείς είμαστε το σύστημα. Είναι οι ατομικές μας ενέργειες που συσσωρεύονται και καθίστανται παγκόσμια προβλήματα».