Οι δονήσεις προήλθαν από την άνοδο μιας μεγάλης ποσότητας μάγματος κάτω από τον βυθό. Το ηφαίστειο της Σαντορίνης αποκαλύπτεται ότι επικοινωνεί με το υποθαλάσσιο ηφαίστειο του Κολούμπου.
Όταν οι σεισμογράφοι άρχισαν να καταγράφουν χιλιάδες δονήσεις κοντά στη Σαντορίνη τον περασμένο Ιανουάριο, οι γεωλόγοι δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν τον μηχανισμό του φαινομένου.
Σαν από τύχη, όμως, ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα είχε ποντίσει σεισμογράφους στον βυθό της περιοχής μόλις λίγες εβδομάδες πριν αρχίσει το σεισμικό σμήνος.
Τώρα, η ανάλυση των δεδομένων αποκαλύπτει ότι οι δονήσεις που αναστάτωσαν το νησί και αποθάρρυναν πολλούς τουρίστες είχαν ηφαιστειακή και όχι τεκτονική προέλευση, καθώς προκλήθηκαν από τη μετακίνηση μιας μεγάλης ποσότητας μάγματος κάτω από τον βυθό του Αιγαίου.
Το μάγμα σχημάτισε μια νέα φλέβα μήκους 13 χιλιομέτρων και σταμάτησε μόλις 4 χιλιόμετρα πριν φτάσει στον θαλάσσιο πυθμένα.
Ακόμα, τα ευρήματα που παρουσιάζονται στο έγκριτο περιοδικό Nature αποκαλύπτουν ότι το ηφαίστειο της Σαντορίνης επικοινωνεί με το υποθαλάσσιο ηφαίστειο του Κολούμπου που βρίσκεται 6,5 χιλιόμετρα προς τα βορειοανατολικά, μια σύνδεση που οι γεωλόγοι υποψιάζονταν εδώ και καιρό αλλά έμενε ανεπιβεβαίωτη ως τώρα. Τα δύο ηφαίστεια φαίνεται ότι μοιράζονται έναν κοινό θάλαμο μάγματος.
Τα αποτελέσματα της μελέτης συμπληρώνουν την εικόνα μας για το ευρύτερο ηφαιστειακό σύστημα της Σαντορίνης και θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στους σχεδιασμούς πολιτικής προστασίας.
«Η κατανόηση της δυναμικής σε αυτή τη γεωλογικά ενεργή περιοχή με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια έχει ζωτική σημασία για την ασφάλεια και την προστασία του πληθυσμού» σχολίασε σε δελτίο Τύπου η Παρασκευή Νομικού, καθηγήτρια Γεωλογικής Ωκεανογραφίας στο ΕΚΠΑ και μέλος της ερευνητικής ομάδας, στην οποία συμμετείχαν επίσης ερευνητές του ΕΜΠ.
Τοπογραφικός χάρτης του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Κολούμπο βορειοανατολικά της Σαντορίνης (NOAA)
Σεισμικό σμήνος
Η περιοχή της Σαντορίνης, η οποία βρίσκεται πάνω στο Ελληνικό Ηφαιστειακό Τόξομ είναι ιδιαίτερα σεισμογόνος επειδή βρίσκεται στο σημείο όπου η αφρικανική τεκτονική πλάκα υποβυθίζεται κάτω από την ελληνική πλάκα. Η τριβή ανάμεσά τους λιώνει τα πετρώματα και σχηματίζει υπόγειους θαλάμους μάγματος.
Η αλυσίδα συμβάντων που οδήγησε στο φετινό σεισμικό σμήνος είχε ξεκινήσει από τον περυσινό Ιούλιο, όταν μια ποσότητα μάγματος γέμισε μια ρηχή κοιλότητα κάτω από τη Σαντορίνη και ανύψωσε ολόκληρο το νησί κατά μερικά εκατοστά.
Πέρασαν αρκετοί μήνες ησυχίας μέχρι να αρχίσουν οι σεισμοί. Από τις 17 Ιανουαρίου που ξεκίνησε το φαινόμενο μέχρι τη λήξη συναγερμού στις 3 Μαρτίου, περίπου 28.000 δονήσεις καταγράφηκαν στη Σαντορίνη, ορισμένες από τις οποίες ξεπέρασαν τους 5,0 βαθμούς στην κλίμακα Ρίχτερ.
«Ένιωθες τους σεισμούς σχεδόν κάθε δέκα λεπτά» είπε η Νομικού στον δικτυακό τόπο του Science.
Τα επίκεντρα των χιλιάδων σεισμών εκτείνονταν σε μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στη Σαντορίνη και την Αμοργό (Isken, M., Karstens, J., et al., 2025)
Οι δονήσεις ξεκίνησαν κοντά στο ηφαίστειο του Κολούμπου, την ίδια περιοχή που είχε δώσει δύο σεισμούς των 7,2 και 7,4 βαθμών το 1956, με αποτέλεσμα να προκληθεί τσουνάμι.
Αρχικά οι σεισμοί είχαν εστιακό βάθος 18 χιλιομέτρων, καθώς περνούσαν όμως οι ημέρες γίνονταν πιο ρηχοί και μετατοπίζονταν προς τα βορειοανατολικά, προς την κατεύθυνση της Αμοργού.
«Αυτή η σεισμική δραστηριότητα είναι τυπική ένδειξη μάγματος που ανεβαίνει στον γήινο φλοιό» ανέφερε ο Μάριους Ίκσεν του γερμανικού ωκεανογραφικού οργανισμού GEOMAR, επικεφαλής της μελέτης.
«Καθώς μεταναστεύει, το μάγμα σπάει τα πετρώματα και σχηματίζει νέες διαδρομές, κάτι που οδηγεί σε έντονη σεισμική δραστηριότητα. Η ανάλυσή μας μάς επέτρεψε να ιχνηλατήσουμε τη διαδρομή και τη δυναμική της ανόδου του μάγματος με μεγάλη ακρίβεια» είπε ο ερευνητής.
Η ομάδα του παρακολουθούσε το φαινόμενο σε πραγματικό χρόνο χωρίς να προβλέψει αν το μάγμα θα έφτανε μέχρι τον βυθό και θα προκαλούσε έκρηξη. «Υπήρχε μια πιθανότητα ότι θα ανέβαινε μέχρι την επιφάνεια έξω από τη Σαντορίνη» είπε ο Ίκσεν στο Science.
Το γερμανικό ινστιτούτο GEOMAR είχε ποντίσει σεισμογράφους και άλλους αισθητήρες στο Κολούμπο λίγες εβδομάδες πριν αρχίσουν οι σεισμοί ( Isken, M., Karstens, J., et al., 2025)