Περιφερειακές ανισότητες εντός ΕΕ – Η Ελλάδα στους ευρωπαϊκούς δείκτες: γήρανση, απασχόληση, εκπαίδευση, στέγαση, διαθέσιμο εισόδημα

Το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών δημοσιοποιεί τη μελέτη του Γιώργου Παγουλάτου, Καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής & Οικονομίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και του Θάνου Δελλατόλα, βοηθού έρευνας στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Το αποτύπωμα της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης μετά το 2010 καταγράφεται ακόμη και σήμερα έντονο σε σημαντικούς δείκτες. Αν ανατρέξουμε στα στοιχεία της Eurostat, υπάρχουν μεγέθη που παρουσιάζουν σημαντικές βελτιώσεις και βήματα προόδου των τελευταίων ετών, δείκτες που αφορούν την ψηφιακή μετάβαση, την φιλικότητα και ελκυστικότητα προς το επιχειρείν και τις ξένες επενδύσεις, την ύπαρξη υψηλής ποιότητας καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Είναι μεγάλη πρόκληση η μόχλευση όλων των θετικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, προκειμένου να ξεπεραστούν οι πληγές και οι ελλείψεις που άφησε πίσω της η κληρονομιά της χειρότερης οικονομικής κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου. Υπάρχει ωστόσο και μία σειρά δεικτών που καταγράφουν σημαντικές προκλήσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η γήρανση του πληθυσμού, η απασχόληση, η εκπαίδευση, η στέγαση και το διαθέσιμο εισόδημα.

Το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών ξεκινά μία σειρά μελετών προκειμένου να καταγράψει τις προκλήσεις και τις αντίστοιχες ανισότητες σε περιφερειακό και ενδοπεριφερειακό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρεί αρχικά να καταγράψει τη θέση της Ελλάδας, ενός κατ’ εξοχήν περιφερειακού κράτους μέλους της ΕΕ σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, δημοσιοποιώντας τη μελέτη του Γιώργου Παγουλάτου, Καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής & Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και του Θάνου Δελλατόλα, βοηθού έρευνας στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Η μελέτη εξετάζει τις ανισότητες, που ευδοκιμούν στην Ελλάδα, τόσο σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε επίπεδο διαγενεακής δικαιοσύνης, υπό το πρίσμα επιλεγμένων δεικτών.

Σύμφωνα με αυτή, καταγράφεται χαρακτηριστικά μία σειρά συμπερασμάτων όπως:

Μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία, η Ελλάδα «γέρασε» κατά 3.5 έτη με την τρίτη μεγαλύτερη μεταβολή, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι στα 2.3
Η Ελλάδα εκ πρώτης όψεως δε βρίσκεται στην δεινότατη θέση χωρών, όπως η Ισπανία και η Μάλτα, ακόμα και ούσα κάτω του Ευρωπαϊκού Μέσου Όρου. Με μία δεύτερη ανάγνωση, όμως, η μεταβολή του δείκτη ολικής γονιμότητας για την Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία από το 2009 στο 2020 μεταβλήθηκε κατά 0.10, πέφτοντας από το 1.50 στο 1.39. Την ίδια περίοδο, ο Ευρωπαϊκός Μέσος Όρος σημείωσε μείωση μόλις 0.6.
Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννα του πρώτου τους παιδιού έχει μετατοπιστεί προς τα επάνω. Κατά μέσο όρο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί μια μεταβολή της μέσης ηλικίας κατά ένα έτος, φτάνοντας τα 31 έτη. Η Ελλάδα είναι σε δεινότερη θέση από το μέσο όρο της ΕΕ, εντοπίζοντας την μέση ηλικία της σχεδόν στα 32 έτη.
Η Ελλάδα από το 2014 και έπειτα έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των χωρών της Ένωσης. Τα τελευταία χρόνια το 60% των ανέργων ηλικίας 25 έως 49 ετών χρειάζονται τουλάχιστον 12 μήνες προκειμένου να ξαναβρούν απασχόληση. Αυτοί οι δώδεκα μήνες απουσίας από οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα και απασχόληση δεν μπορούν παρά να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην διάβρωση της αποδοτικότητας, του ηθικού και των δεξιοτήτων του εργαζομένου.
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ποσοστό 10.6% σε ανθρώπους ηλικίας 25 έως 64 ετών, οι οποίοι έχουν καταρτιστεί επιστημονικώς και παρόλα αυτά δεν απασχολούνται σε κάποια θέση εργασίας. Ο αντίστοιχος Ευρωπαϊκός Μέσος Όρος είναι μόλις στο 4.2%.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πέμπτη θέση, με τους Έλληνες άνδρες να αποχωρούν από την οικογενειακή εστία στην ηλικία των 31.8 ετών και τις γυναίκες, σχετικώς νωρίτερα, στα 29.6 τους χρόνια.
Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη υπερ-επιβαρυμένων οικιακών εξόδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 28.8% μόλις το 2021 και μάλιστα μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις από το 2018, οπότε και βρισκόταν στο 39.5%.
Τα μισά ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν «εισοδηματικό χώρο» προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε κάποιο απρόσμενο έξοδο. Το 46.3% των Ελλήνων για το 2021 δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει κάποιο απροσδόκητο κόστος ή ανάγκη. Ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα, στο 30.1%.
Για το 2021, η Ελλάδα είχε ποσοστό υπερπληθυσμού/συνωστισμού στη στέγαση των νοικοκυριών (overcrowding rate), 28.5%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ στο 17%.
Από την καταγραφή των δεικτών αδιαμφισβήτητα διαπιστώνεται πρόβλημα γήρανσης και συρρίκνωσης του πληθυσμού, το οποίο σήμερα, ίσως, να μην είναι τόσο παγιωμένο όσο εκκολαπτόμενο. Η δυναμικότητα και η μεταβλητότητα του προβλήματος, ωστόσο, είναι προς το παρόν σε ένα αντιμετωπίσιμο επίπεδο. Από την άλλη είναι υπαρκτή η απειλή της οικονομικής και κοινωνικής καθίζησης του ενεργού παραγωγικά πληθυσμού και κατά συνέπεια του συνόλου της κοινωνίας.

Οι συνθήκες εργασίας υποδηλώνουν μια οριακά συντηρούμενη, παρωχημένη και ελλειμματική στην καινοτομία αγορά εργασίας, η οποία συσχετίζεται με μια αντίστοιχη παραγωγή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται αδύνατος ο σχηματισμός υγιών, ανταποδοτικών και ασφαλών θέσεων απασχόλησης, με συνέπεια αντιστοίχως χαμηλούς μισθούς, επισφαλή απασχόληση, περιορισμένη κινητικότητα, αλλά και μειωμένη απορρόφηση του εργατικού δυναμικού. Η νεαρή, γόνιμη και παραγωγική ηλικιακή ομάδα είναι εγκλωβισμένη στην συντήρηση των επιπέδων κατανάλωσής της, βασιζόμενη σε ό,τι κληρονόμησε.

Η δημιουργία οικογένειας, αντιστοίχως, αποτελεί μια μορφή επένδυσης για τους νέους ανθρώπους, η οποία ενέχει το δικό της ρίσκο και χρειάζεται το δικό της υγιές περιβάλλον. Είναι σαφές, λοιπόν, πως πρέπει να οριοθετήσουμε τον φαύλο κύκλο, πριν μπορέσουμε να τον διακόψουμε: η υπολειτουργούσα αγορά εργασίας δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας, οι οποίες με την σειρά τους προκαλούν συμπεριφορική αποστροφή ως προς την δημιουργία οικογένειας, οπότε και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με βαθμιαία πληθυσμιακή γήρανση και συρρίκνωση.

Συμπερασματικά: μετά την έξοδο από την μεγάλη οικονομική κρίση, έχουν επέλθει κατά τα τελευταία χρόνια σημαντικές βελτιώσεις στους μακροοικονομικούς δείκτες, στις εξαγωγικές επιδόσεις, σε αρκετούς δείκτες ανταγωνιστικότητας όπως η ψηφιοποίηση, στην προσέλκυση επενδύσεων, και στα ποσοστά απασχόλησης. Όμως, μεσοπρόθεσμα, είναι απαραίτητη η συστηματική εστίαση στις συνθήκες απασχόλησης, στο πλέγμα δεξιοτήτων – αγοράς εργασίας, στους παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, ώστε να αντιμετωπιστεί η αρνητική δυναμική της γήρανσης που υπονομεύει την αναπτυξιακή δυνατότητα της οικονομίας και μακροπρόθεσμα την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας.

Τα σχόλια είναι κλειστά.