Έρευνα του Πολυτεχνείου Κρήτης για τις συνθήκες εργασίας στον τουρισμό
Ο τουρισµός αποτελεί επί δεκαετίες έναν από τους πιο σηµαντικούς πυλώνες της ελληνικής οικονοµίας, µε καθοριστική συνεισφορά στο ΑΕΠ, την απασχόληση και την προβολή της χώρας διεθνώς.
Ωστόσο, πίσω από τις εντυπωσιακές αφίξεις, τα ρεκόρ εισπράξεων και τα χαµόγελα των επισκεπτών, κρύβεται µια λιγότερο φωτεινή πλευρά: οι δυσµενείς συνθήκες εργασίας για χιλιάδες εργαζοµένους, ιδίως στον ξενοδοχειακό τοµέα.
Το θέµα αυτό εξέτασε έρευνα που πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο της διπλωµατικής εργασίας του Αθανάσιου Τίνανα στη Σχολή Μηχανικών Παραγωγής και ∆ιοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Μιχάλη ∆ούµπου.
Η έρευνα βασίστηκε σε πρωτογενή δεδοµένα που συλλέχθηκαν µέσω ηλεκτρονικής έρευνας στην οποία συµµετείχαν εργαζόµενοι σε ξενοδοχειακές µονάδες τριών, τεσσάρων και πέντε αστέρων, στην Κρήτη, τη δυτική Πελοπόννησο και σε νησιά των Κυκλάδων και των ∆ωδεκανήσων. Στόχος ήταν να µελετηθεί ο βαθµός ικανοποίησης των εργαζοµένων από τις συνθήκες εργασίας, οι παράγοντες που την επηρεάζουν, αλλά και οι προθέσεις τους σχετικά µε την παραµονή ή την αποχώρησή τους από τον κλάδο.
Εργαζόµενοι υπό πίεση, επιχειρήσεις σε κίνδυνο
Η εικόνα που αναδύεται είναι ανησυχητική: πολλοί εργαζόµενοι βιώνουν έντονη κόπωση δηλώνοντας ως σηµαντικότερες προκλήσεις που αντιµετωπίζουν στον τουριστικό κλάδο την έλλειψη προσωπικού (28,3%) και τον µεγάλο φόρτο εργασίας (23,2%), οι οποίες σε συνδυασµό µε τις χαµηλές αµοιβές, που αναδείχθηκαν από κάποιους ερωτηθέντες ως βασική πρόκληση (16,8%), συµβάλλουν στη διαµόρφωση ενός τοπίου χωρίς προοπτική. Ο τουριστικός τοµέας, και ειδικά τα ξενοδοχεία, χαρακτηρίζονται από υψηλή εποχικότητα, εντατικούς ρυθµούς, πίεση από τους εργοδότες και – συχνά – ελλιπή υποστήριξη. Όλα αυτά οδηγούν σε επαγγελµατική εξουθένωση (burnout), χαµηλή εργασιακή ικανοποίηση και αυξηµένη πρόθεση αποχώρησης από το επάγγελµα.
Σύµφωνα µε τη µελέτη, το περιβάλλον εργασίας, η ισορροπία επαγγελµατικής και προσωπικής ζωής, η ικανοποίηση από τις αποδοχές, αλλά και η στάση των εργοδοτών απέναντι στο προσωπικό είναι καθοριστικοί παράγοντες. Όταν οι εργοδότες δείχνουν ενδιαφέρον, επενδύουν στην κατάρτιση και προσφέρουν υποστήριξη, οι εργαζόµενοι παρουσιάζουν µεγαλύτερη αφοσίωση και δέσµευση. Αντιθέτως, η αδιαφορία και η πίεση οδηγούν σε φυγή.
Πίσω από τους αριθµούς: Τι µας λένε τα δεδοµένα
Από την ανάλυση των ερωτηµατολογίων προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές σχέσεις µεταξύ της ικανοποίησης από τις συνθήκες εργασίας και παραγόντων όπως:
– Το επίπεδο των αποδοχών.
– Η δυνατότητα διατήρησης προσωπικής ζωής.
– Η αντίληψη ότι ο εργοδότης επενδύει στο προσωπικό.
– Η ύπαρξη ευκαιριών επαγγελµατικής ανάπτυξης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσµατα της ανάλυσης που καταδεικνύουν ως µεγαλύτερη πρόκληση που σχετίζεται µε την εγκατάλειψη του τουριστικού κλάδου την έλλειψη σταθερότητας, ενώ το µεγαλύτερο κίνητρο για τους εργαζοµένους, ώστε ο κλάδος να γίνει πιο ελκυστικός και να µην τον εγκαταλείψουν, αναδείχθηκε οι καλύτερες εργασιακές συνθήκες.
Ακόµα, η ανάλυση αποκαλύπτει µια αξιοσηµείωτη σχέση µεταξύ της αντίληψης των εργαζοµένων σχετικά µε την επένδυση των εργοδοτών στο ανθρώπινο δυναµικό και της πρόθεσής τους να παραµείνουν ή να αποχωρήσουν από τον τουριστικό κλάδο. Συγκεκριµένα. καταδεικνύει ότι όσο αυξάνεται η αντίληψη για την επένδυση των εργοδοτών στο προσωπικό, τόσο µειώνεται και η πρόθεση αποχώρησης από τον κλάδο.
Ένα επάγγελµα που… δεν κρατάει κόσµο
Σοβαρή ανησυχία προκαλεί και το φαινόµενο της «επαγγελµατικής εγκατάλειψης» (turnover intention). Σηµαντικό ποσοστό των συµµετεχόντων (35,5%) δήλωσε πως εξετάζει σοβαρά το ενδεχόµενο να εγκαταλείψει τον τουριστικό κλάδο τα επόµενα χρόνια, κυρίως λόγω των χαµηλών απολαβών, της έλλειψης εξέλιξης και της συνεχούς πίεσης στην προσωπική τους καθηµερινότητα.
Η πανδηµία COVID-19 επιδείνωσε το πρόβληµα. Πολλοί εργαζόµενοι βίωσαν ανασφάλεια, διακοπή εργασίας ή δραµατικές µεταβολές στο ωράριο και τις αµοιβές τους. Παρόλο που ο τουρισµός ανέκαµψε ραγδαία, οι εργαζόµενοι δεν ένιωσαν αντίστοιχη βελτίωση στις συνθήκες τους – τουναντίον, πολλοί εξ αυτών αναφέρουν αυξηµένη εντατικοποίηση της εργασίας χωρίς ανάλογες απολαβές.
Τι µπορεί να γίνει;
Η έρευνα καταλήγει σε µια σειρά προτάσεων πολιτικής και οργανωσιακής πρακτικής. Οι σηµαντικότερες από αυτές περιλαµβάνουν:
– Ενίσχυση των µέτρων υποστήριξης του προσωπικού από τους εργοδότες (π.χ. επιµόρφωση, ευέλικτο ωράριο, δίκαιες αµοιβές).
– Επένδυση σε µόνιµες και ποιοτικές θέσεις εργασίας στον τουρισµό.
– Σύνδεση των τουριστικών επιχειρήσεων µε την τουριστική εκπαίδευση.
– Ανάπτυξη πρακτικών βιώσιµης εργασίας (work-life balance, ισότητα, ψυχολογική υποστήριξη).
– Ανάληψη δράσης από φορείς όπως ο ΙΝΣΕΤΕ για την ενίσχυση των δεξιοτήτων και την ανάδειξη καλών εργοδοτικών πρακτικών.
Η αναβάθµιση των συνθηκών εργασίας δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση για τη βιωσιµότητα του ελληνικού τουρισµού. Ένα ικανοποιηµένο και εκπαιδευµένο ανθρώπινο δυναµικό σηµαίνει ποιοτικότερες υπηρεσίες, ευχαριστηµένους επισκέπτες και ανταγωνιστικό τουριστικό προϊόν.
Ένα στοίχηµα για το µέλλον
Ο τουρισμός δεν µπορεί να βασίζεται διαρκώς στην υποµονή και την ανθεκτικότητα των εργαζοµένων του. Αν θέλουµε να συνεχίσουµε να µιλάµε για τουριστική ανάπτυξη, πρέπει να επενδύσουµε στους ανθρώπους που την υλοποιούν καθηµερινά, µε επαγγελµατισµό, κόπο και συχνά χωρίς αναγνώριση.
Το µέλλον του ελληνικού τουρισµού εξαρτάται από τη µετατροπή των «δουλειών ανάγκης» σε επαγγέλµατα µε προοπτική. Και αυτό ξεκινά από το βασικότερο: να ακούσουµε τη φωνή των εργαζοµένων.
Το πλήρες κείµενο της διπλωµατικής εργασίας είναι διαθέσιµο στον σύνδεσµο: https://doi.org/10.26233/heallink.tuc.103790.https://www.goodnet.gr/