ΠΑΓΝΗ: Στα… άκρα γιατροί και διοίκηση του νοσοκομείου

ΠΑΓΝΗ: Στα… άκρα γιατροί και διοίκηση του νοσοκομείου

Στα… άκρα βρίσκονται οι σχέσεις ανάμεσα στη διοίκηση του ΠΑΓΝΗ αλλά και τους γιατρούς του νοσηλευτικού ιδρύματος.

Δύο συμβάντα που σημειώθηκαν τον τελευταίο καιρό στο ΠΑΓΝΗ πυροδότησε τη σχέση ανάμεσά τους με αποτέλεσμα και οι δύο πλευρές να έχουν τεντώσει το σκοινί.

Το πρώτο συμβάν αφορά στην λειτουργία της Αναισθησιολογικής Κλινικής και το δεύτερο στα ΤΕΠ του νοσοκομείου όπου αντικαταστάθηκε ο διευθυντής του Τμήματος.

Μάλιστα, και για τα δύο θέματα αναμένεται να συνεδριάσει εκτάκτως ο Ιατρικός Σύλλογος Ηρακλείου.

Με αφορμή τα δύο αυτά γεγονότα οι εκλεγμένοι γιατροί με την ΔΗΠΑΚ, Βασίλης Κούδας (διευθυντής, ψυχίατρος ΠΑΓΝΗ), Ράνια Μπέτση (επιμελήτρια – ενδοκρινολόγος ΠΑΓΝΗ) και Κατερίνα Χαλκιαδάκη (ειδικευόμενη ψυχίατρος ΠΑΓΝΗ) εξέδωσαν μία μακροσκελή ανακοίνωση με την οποία κατηγορούν την διοίκηση του νοσηλευτικού ιδρύματος για «αυταρχισμό».

Αναλυτικά η ανακοίνωση:

Η απαράδεκτη καταδικαστέα εντολή του διοικητή του ΠΑΓΝΗ για επίσκεψη του γιατρού εργασίας και μιας επισκέπτριας υγείας σε σπίτια τριών αναισθησιολόγων, προκειμένου να επαληθεύσουν αν νοσούσαν από COVID, έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των συναδέλφων προσβάλλει όλους τους εργαζόμενους στην υγεία, που δίνουν εδώ και τρία σχεδόν χρόνια τη μάχη κατά της πανδημίας. Στις αυθαιρεσίες της διοίκησης έρχεται να προστεθεί και η πρόσφατη καρατόμηση και αντικατάσταση του διευθυντή ΤΕΠ του ΠΑΓΝΗ.

Δεν είναι η πρώτη φόρα που οι εργαζόμενοι έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες αυταρχικές πρακτικές και αποφάσεις, οι οποίες -πατώντας πάνω στο νομοθετικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί από όλες τις κυβερνήσεις- καλλιεργούν κλίμα φόβου, επιχειρώντας τη φίμωση και την αποτροπή κάθε αντίδρασης, με στόχο την ανεμπόδιστη υλοποίηση της πολιτικής εμπορευματοποίησης της υγείας, που ασκούν διαχρονικά τα υπουργεία μέσω των διοικήσεων ΥΠΕ και νοσοκομείων.

Οι διοικήσεις επιρρίπτουν στους ίδιους τους υγειονομικούς την ευθύνη για τα προβλήματα που προκύπτουν από τις χρόνιες ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας σε προσωπικό, υποδομές και εξοπλισμό, επιδιώκοντας έτσι να αποσιωπήσουν τις κυβερνητικές ευθύνες για τις ελλείψεις αυτές, οι οποίες συνεχίζονται στα πλαίσια της εξοικονόμησης κρατικών δαπανών. Φταίνε οι εργαζόμενοι που δεν προσέχουν, νοσούν και διασπείρουν, φταίνε όταν αναβάλλονται προγραμματισμένες επεμβάσεις εξαιτίας κάποιας αρρώστιας τους, φταίνε που δεν θυσιάζουν ακόμη περισσότερα ρεπό και άδειες για να αναπληρώσουν ασθενείς συναδέλφους τους, φταίνε οι διευθυντές των κλινικών, όταν δεν φροντίζουν να μην διαταράσσεται η λειτουργία των τμημάτων τους κατά την απουσία υπαλλήλων.

Ωστόσο, αιτία για τις τεράστιες λίστες και την αναβολή χειρουργείων δεν είναι το γεγονός ότι εργαζόμενοι του αναισθησιολογικού και του χειρουργείου αρρωσταίνουν, αλλά το ότι αριθμητικά το προσωπικό αυτών των τμημάτων, οι χειρουργικές αίθουσες όπως και οι διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ υπολείπονται των αναγκών. Η δυσλειτουργία τμημάτων κατά την απουσία εργαζομένων λόγω αναρρωτικής άδειας, η επακόλουθη ανάκληση κανονικών αδειών και οι μετακινήσεις συναδέλφων τους για να καλυφθούν τα πρωινά ωράρια και οι εφημερίες, οι χιλιάδες ημέρες χρωστούμενων αδειών, οι πολύμηνες αναμονές για ραντεβού στα τακτικά ιατρεία οφείλονται στο γεγονός ότι χιλιάδες οργανικές θέσεις στις δημόσιες μονάδες υγείας παραμένουν κενές εδώ και χρόνια, αφού οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού είναι ελάχιστες και δεν αναπληρώνουν ούτε καν τις συνταξιοδοτήσεις. Είναι αυτές οι συνθήκες υποστελέχωσης και εντατικοποίησης που οδηγούν στο κύμα παραιτήσεων γιατρών, το οποίο οξύνει περαιτέρω τα προβλήματα.

Ο πρόσφατος νόμος για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη δεν πρόκειται ούτε να δώσει λύση στις ελλείψεις και την εντατικοποίηση, ούτε να μειώσει τις λίστες χειρουργείου, αλλά ωθεί τους ασθενείς σε ακόμη περισσότερες δαπάνες στα απογευματινά και ιδιωτικά χειρουργεία και ιατρεία. Τόσο ο νόμος αυτός όσο και η στάση της διοίκησης του ΠΑΓΝΗ εξυπηρετούν τα κυβερνητικά σχέδια για το «νέο ΕΣΥ», τα οποία περιλαμβάνουν την επέκταση της λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων ως αυτόνομες επιχειρηματικές μονάδες, με ολοένα λιγότερη κρατική χρηματοδότηση και ολοένα περισσότερα «κέρδη» από τις άμεσες ή έμμεσες πληρωμές των ίδιων των ασθενών.

Τα σχέδια αυτά αποτελούν συνέχεια του «έργου» προηγούμενων κυβερνήσεων για σταδιακή αποδυνάμωση και ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας. Αποπροσανατολίζοντας από τον πραγματικό ένοχο για τα προβλήματα, τη διαχρονική πολιτική κρατικής υποχρηματοδότησης της υγείας, η οποία επιβάλλει τη στελέχωση των νοσοκομείων με το ελάχιστο δυνατό μόνιμο προσωπικό, οι διοικήσεις υποχρεώνουν το προσωπικό αυτό σε ολοένα πιο εντατικούς ρυθμούς δουλειάς (υπερεφημέρευση, μετακινήσεις, περικοπή ρεπό και αδειών), προκειμένου να συμβάλλουν στον περιορισμό των εξόδων και την τόνωση των εσόδων των νοσοκομείων από την πώληση υπηρεσιών. Άλλωστε, η αύξηση της αποδοτικότητας και η μείωση του κόστους θα αποτελούν κριτήρια για την αξιολόγηση εργαζομένων και δομών υγείας, οδηγώντας στην υποβάθμιση και συγχώνευση «δαπανηρών» ή «μη προσοδοφόρων» μονάδων.

Αν πραγματικά ενδιαφέρονταν οι διοικήσεις και οι κυβερνήσεις για τη μείωση του χρόνου αναμονής για χειρουργεία, θα στελέχωναν πλήρως τα αναισθησιολογικά και χειρουργικά τμήματα και τις εντατικές με μόνιμους γιατρούς, νοσηλευτές, καθαρίστριες, μεταφορείς και θα επέκτειναν τα κρεβάτια χειρουργείου και ΜΕΘ. Αν ενδιαφέρονταν πραγματικά για την υγεία, θα αύξαναν την κρατική χρηματοδότηση και θα ενίσχυαν τα δημόσια νοσοκομεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με μόνιμο προσωπικό και σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να εξασφαλιστεί η έγκαιρη πρόσβαση όλου του λαού σε δωρεάν υπηρεσίες πρόληψης και περίθαλψης και να γίνουν ανθρώπινες οι συνθήκες εργασίας των υγειονομικών.

Το υπουργείο και η διοίκηση του νοσοκομείου οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τις ελλείψεις και να σταματήσουν κάθε προσπάθεια εκφοβισμού. Στο πρόσωπο της διοίκησης καταδικάζουμε τη διαχρονική πολιτική εμπορευματοποίησης της υγείας, την οποία εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις και υπηρετούν η παρούσα αλλά και οι προηγούμενες διοικήσεις ΥΠΕ και νοσοκομείων. Ως εκλεγμένοι με τη Δημοκρατική Πανεπιστημονική Κίνηση (ΔΗΠΑΚ) Γιατρών στο Σωματείο εργαζομένων ΠΑΓΝΗ, στην Ένωση Γιατρών ΕΣΥ Νομού Ηρακλείου (ΕΓΕΣΥΝΗ), στην Τριμελή Επιτροπή Γιατρών ΠΑΓΝΗ και στον Ιατρικό Σύλλογο Ηρακλείου (ΙΣΗ) αντιτασσόμαστε σε κάθε προσπάθεια τρομοκράτησης των εργαζομένων που διεκδικούν. Παλεύουμε για ένα αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας, που θα παρέχει υπηρεσίες στο επίπεδο των εξελίξεων της επιστήμης με κριτήριο την καθολική ικανοποίηση των αναγκών.

Τα σχόλια είναι κλειστά.