ΣΠΕΛ: Κίνδυνος για ελλείψεις προϊόντων λίπανσης και αύξηση του κόστους

Η έλλειψη εθνικού νομοθετικού πλαισίου στα λιπάσματα θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ελληνική αγορά
Λιγότερα λιπάσματα στην αγορά και νέα σημαντική επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής για τον αγρότη θα φέρει το νομοθετικό …κενό, που υπάρχει σήμερα με την έλλειψη ρύθμισης για την κυκλοφορία των Εθνικών Λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών.

Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε η διοίκηση του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), η οποία κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου, τόνισε ότι άθε ημέρα που περνά χωρίς Εθνικό Νομοθετικό πλαίσιο προκαλεί σημαντικά προβλήματα στους Έλληνες αγρότες, τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρές και μικρομεσαίες, καθώς και στην εθνική οικονομία συνολικά, ενώ έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για «επικείμενες ελλείψεις προϊόντων λίπανσης και αύξηση του κόστους» εξ αυτού του λόγου.

«Εάν δεν εκδοθεί άμεσα η ΚΥΑ, ειδικά για αυτές τις περιπτώσεις των εταιρειών και των λιπασμάτων, αυξάνεται το διαχειριστικό κόστος, η ταχύτητα ανταπόκρισης στις ανάγκες του αγρότη και σίγουρα θα χαθούν εξειδικευμένες λύσεις θρέψης φυτών από την ελληνική γεωργία», εξήγησαν.

Μειώνεται η παραγωγή λιπασμάτων
Μετά από μια 3ετία πανδημίας, η δύσκολη πορεία έρχεται να επισφραγιστεί με μία πολεμική σύρραξη, όπου οι εμπλεκόμενες χώρες Ρωσία και Ουκρανία, κατέχουν ένα μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής, όσο και ένα μεγάλο κομμάτι πάνω από 40% της παραγωγής λιπασμάτων στην Ευρώπη, σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ.

Ανέφερε μάλιστα, ότι ήδη η λιπασματοβιομηχανία στην Ευρώπη ανακοινώνει ότι τα εργοστάσια, τα οποία εξαρτώνται στενά από την χρήση φυσικού αερίου, προχωρούν σε μείωση ή ακόμα και διακοπή παραγωγής με ότι αυτό σημαίνει.

Καθυστέρηση στην έκδοση της ΚΥΑ
Η καθυστέρηση στην έκδοση της απαραίτητης ΚΥΑ των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Οικονομικών που θα ορίζει τις προϋποθέσεις κυκλοφορίας των εθνικών λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών σύμφωνα με κ. Ρουσσέα είναι «ακατανόητη και αδικαιολόγητη, πολύ περισσότερο καθώς η ΚΥΑ έχει ήδη προετοιμαστεί επαρκώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, το Γενικό Χημείο του Κράτους και την Τεχνική Γνωμοδοτική Επιτροπή Λιπασμάτων (ΤΕΓΕΛ)».

Ωστόσο, μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, ούτε αιτιολόγηση για την καθυστέρηση υπογραφής της ΚΥΑ και το νομοθετικό κενό που συνεπώς προέκυψε.

Όπως εξήγησε ο κ. Ρουσσέας, οι συζητήσεις για την έκδοση της ΚΥΑ γίνονται εδώ και 1,5 χρόνο. Η ανάγκη της έκδοσης αυτής της εθνικής νομοθετικής ρύθμισης (ΚΥΑ) προέκυψε γιατί από τις 16 Ιουλίου 2022 τέθηκε σε ισχύ ο Νέος Κανονισμός για τα Προϊόντα Λίπανσης, Καν. ΕΕ 1009/2019, καταργώντας τον προηγούμενο Κανονισμό ΕΚ 2003/2003. Ο προηγούμενος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2003/2003, που ίσχυε την τελευταία 20ετία, όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούν τα Ανόργανα Λιπάσματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% των λιπασμάτων που κυκλοφορούν στην Ελληνική Αγορά.

«Ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός, αντίθετα με τον προηγούμενο, δεν προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του, αλλά δίνει τη δυνατότητα στα Κράτη Μέλη να κυκλοφορούν προϊόντα λίπανσης είτε με βάση τον ίδιο τον Κανονισμό ΕΕ 1009/2019, είτε με βάση την Εθνική τους Νομοθεσία. Αυτή τη δυνατότητα, της προαιρετικής εναρμόνισης, έχουν ήδη αξιοποιήσει όμορες και ανταγωνιστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες. Τον ίδιο δρόμο μπορεί και πρέπει να ακολουθήσε και η Ελλάδα προχωρώντας στην έκδοση ΚΥΑ, ώστε όσα προϊόντα λίπανσης υπάγονταν στον Κανονισμό ΕΚ 2003/2003, στη βάση συγκεκριμένων τροποποιήσεων, να ενταχθούν στις προβλέψεις της ΚΥΑ ως Εθνικά λιπάσματα».

Λιγότερα τα διαθέσιμα λιπάσματα
Επισημάνθηκε δε, ότι «η μη έκδοση της ΚΥΑ περιορίζει την εύρεση προμηθευτών πρώτων υλών και τελικών προϊόντων από τους παραγωγούς και εμπόρους λιπασμάτων, δηλαδή διαφαίνεται ότι θα υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα λιπάσματα για τους Έλληνες αγρότες, άρα λιγότερες επιλογές, εξέλιξη που, αναπόφευκτα, θα επηρεάσει το κόστος παραγωγής. Επίσης, μεγάλο πλήγμα αναμένεται να δεχτούν και οι εξαγωγές των ελληνικών εταιρειών (οι Ελληνικές Επιχειρήσεις εξάγουν κυρίως στα Βαλκάνια, στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή). Όταν ένα λίπασμα κυκλοφορεί σε κάποιο Κράτος Μέλος, πιο εύκολα εγκρίνεται από τις εθνικές νομοθεσίες των χωρών που είναι εκτός ΕΕ. Συνεπώς, μην έχοντας «εθνικά λιπάσματα», χάνεται ένα εθνικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».

Τα μέλη της διοίκησης του ΣΠΕΛ τόνισαν ότι ιδιαίτερα οι μικρές και μικρομεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας (ποικιλομορφία εδαφών, πολλές καλλιέργειες, πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις) παράγουν πολλούς και διαφορετικούς τύπους λιπασμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προφέρουν εργαλεία στον Έλληνα αγρότη και αυξάνουν την αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων. «Εάν δεν εκδοθεί άμεσα η ΚΥΑ, ειδικά για αυτές τις περιπτώσεις των εταιρειών και των λιπασμάτων, αυξάνεται το διαχειριστικό κόστος, η ταχύτητα ανταπόκρισης στις ανάγκες του αγρότη και σίγουρα θα χαθούν εξειδικευμένες λύσεις θρέψης φυτών από την ελληνική γεωργία», εξήγησαν.

Τι θα φέρει η μη έκδοση της νομοθετικής ρύθμισης
Πάντως, όπως όλα δείχνουν, η μη έκδοση της συγκεκριμένης ρύθμισης θα επιφέρουν σοβαρά προβλήματα στον αγρότη. Συγκεκριμένα, θα υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα λιπάσματα για τους Έλληνες αγρότες, άρα λιγότερες επιλογές. Μπορεί επίσης να υπάρξουν ελλείψεις λιπασμάτων ακόμα και αυτή την περίοδο που βρισκόμαστε στην αρχή της νέας καλλιεργητικής περιόδου, ενώ θα αυξηθεί το κόστος και θα επιβαρυνθεί τελικά, ο τελικός αγοραστής – παραγωγός.

Παράλληλα, θα υπάρχουν μόνο λιπάσματα με σήμα CE, άρα το περιβάλλον στην αγορά θα είναι ευνοϊκό μόνο για λίγες εταιρείες.

Σύμφωνα με την διοίκηση του ΣΠΕΛ, προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και οι επιχειρήσεις αφού:

Δεν υπάρχει εθνικό νομοθετικό πλαίσιο να διακινούνται εθνικά λιπάσματα με Ελληνικές Προδιαγραφές.
Θα μπορούν να εισάγονται με αμοιβαία αναγνώριση από άλλα Κράτη Μέλη, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, ενώ στην Ελλάδα δεν θα μπορούν οι εταιρείες να τα παράγουν και να τα διαθέτουν στην αγορά και αντίστοιχα να τα εξάγουν.
Συγχρόνως, θα παρουαιαστούν προβλήματα βιωσιμότητας για τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν την υποδομή και τις διαδικασίες για να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, αλλά και στην εθνική οικονομία (μείωση των θέσεων εργασίας, μείωση των εξαγωγών των ελληνικών εταιρειών.

Να σημειωθεί, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις εξάγουν κυρίως στα Βαλκάνια, στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή. Όταν ένα λίπασμα κυκλοφορεί σε κάποιο Κράτος Μέλος, πιο εύκολα εγκρίνεται από τις εθνικές νομοθεσίες των χωρών που είναι εκτός ΕΕ. Εάν δεν υπάρχουν λιπάσματα που θα κυκλοφορούν και με εγχώρια εθνική νομοθεσία, θα χαθούν αυτές οι αγορές, αφού θα προτιμήσουν λιπάσματα από χώρες όπως η Ισπανία που έχει ήδη Εθνική νομοθεσία.

Τα σχόλια είναι κλειστά.