Θεωρίες προσωπικότητας και διαχείριση συμπεριφοράς

Οι παράγοντες που επιδρούν στην προσωπικότητα είναι η κληρονομικότητα και το περιβάλλον καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους.

H προσωπικότητα ενός ατόμου, όπως αναφέρει ο Φράγκου (1995), είναι των σύνολο όλων εκείνων των ιδιαίτερων στοιχείων που το χαρακτηρίζουν, όπως ικανότητες, γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες, στάσεις και άξιες. Οι παράγοντες που επιδρούν στην προσωπικότητα είναι η κληρονομικότητα και το περιβάλλον καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους.

Οι βασικές σχολές για τη μελέτη και την ερμηνεία της συμπεριφοράς διακρίνονται:

α) στις «σωματογενείς» όπου σημαντικό ρόλο παίζει η κληρονομικότητα (Φράγκου, 1995, σ. 252),
β) στις συμπεριφοριστικές που οι επιδράσεις από το περιβάλλον θεωρούνται καθοριστικής σημασίας,
γ) στις ψυχαναλυτικές με την εισαγωγή της έννοιας του «ασυνειδήτου» και
δ) στις ανθρωπιστικές που δίνουν έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου.

Μελετώντας τις διάφορες προσεγγίσεις για την ερμηνεία και τη διαχείριση της συμπεριφοράς, διαπιστώνεται ότι η ψυχαναλυτική θεωρία ασχολείται με το ασυνείδητο και θεωρεί ότι οι νευρώσεις είναι αποτέλεσμα τραυματικών εμπειριών από την παιδική ηλικία, οι οποίες βρίσκονται απωθημένες στο χώρο του ασυνειδήτου.

Η τεχνική που χρησιμοποιείται είναι, κυρίως, η μέθοδος των ελεύθερων συνειρμών, αλλά και η ανάλυση των συμβολισμών των ονείρων (Γεωργαντά, 2003). Η βασική επιδίωξη είναι το άτομο να ανασύρει από το ασυνείδητο αυτές τις τραυματικές εμπειρίες, να τις συνειδητοποιήσει και να θεραπευτεί.

Ωστόσο, δεν ενδείκνυνται για όλες τις περιπτώσεις, ενώ θεωρείται πολύ σημαντικό για τη θεραπεία, το άτομο να έχει αποφασίσει ότι επιθυμεί να αλλάξει (Γεωργαντά, 2003).

Η αντιμετώπιση της προβληματικής συμπεριφοράς, μέσα από τη συμπεριφορική παρέμβαση, στηρίζεται στο σκεπτικό ότι η αρνητική συμπεριφορά είναι απόρροια μιας λανθασμένης μαθημένης συμπεριφοράς από το περιβάλλον.

Οι συμπεριφοριστές πιστεύουν ότι οι αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις είναι αποτέλεσμα ενός αυστηρού ελεγκτικού και, συχνά, τιμωρητικού περιβάλλοντος, που το άτομο δεν έχει ικανοποιητικό έλεγχο πάνω σε αυτό (Γεωργαντά, 2003).

Με την παρέμβαση αυτή, επιδιώκεται από τη μια, να μειωθεί το άγχος του ατόμου και από την άλλη, να τροποποιηθεί η συμπεριφορά του και να μάθει να έχει έλεγχο (Γεωργαντά, 2003). Ο συμπεριφορισμός δέχτηκε επικρίσεις, επειδή, πρεσβεύει ότι κάθε συμπεριφορά εξαρτάται από το περιβάλλον. Οπότε, το άτομο δεν έχει καμία προσωπική ευθύνη (Γεωργαντά, 2003).

Κατά τη γνωστική παρέμβαση, χρησιμοποιούνται τεχνικές με στόχο την αναδιάρθρωση στις γνωστικές δομές του ατόμου, ώστε το άτομο να αλλάξει τον τρόπο που σκέπτεται για τον εαυτό του και να ενισχυθεί η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψή του.

Έτσι, οι αλλαγές στον τρόπο σκέψης θα φέρουν τροποποίηση στη συμπεριφορά του. Ωστόσο, μια σύνθεση του γνωστικού μοντέλου με τον συμπεριφορισμό, θα μπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσματα (David Fontana, 1996).

Η ανθρώπινη συμπεριφορά, για την οικοσυστημική, αποτελεί μέρος ενός πλαισίου (οικογενειακό, σχολικό, συνομήλικοι, γειτονιά), το λεγόμενο «οικοσυστημικό», το οποίο επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτό.

Για παράδειγμα, σε μια τάξη οι αντιλήψεις του δασκάλου αλληλεπιδρούν με τις αντιλήψεις των μαθητών. Έτσι, όταν αλλάζει μια αντίληψη, τότε όλο το «οικοσύστημα» της τάξης αλλάζει.

Επομένως, η οικοσυστημική παρέμβαση χρησιμοποιεί μεθόδους για την αλλαγή της συμπεριφοράς που στηρίζονται σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις του ατόμου με τα διάφορα «οικοσυστήματα» (Molnar & Lindquist, 2009).

Τέλος, η ανθρωπιστική σχολή πρεσβεύει, με βάση την άποψη του Rogers (1977), ότι το πρόσωπο που οδηγείτε στον ψυχολόγο, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πελάτης και όχι ως ασθενής, ενώ θα πρέπει να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης και κατανόησης ανάμεσά τους και ο θεραπευτής θα πρέπει να στηρίζεται σε αυτά που εξιστορεί ο ασθενής και όχι να ψάχνει για κρυφά, υποσυνείδητα μηνύματα, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία.

Επομένως, με βάση τους Pervin & John (2001), πρόκειται για μια προσωποκεντρική προσέγγιση, με κύρια κατεύθυνσή της την «αυτοπραγμάτωση» του ατόμου. Ο Rogers (1977) θεωρούσε ότι ένας ασφαλής δρόμος για να φτάσει κανείς στην αυτοπραγμάτωση, είναι η αποδοχή του από τους γονείς του, κατά την παιδική ηλικία, ανεξάρτητα από το αν ενέκριναν ή όχι τη συμπεριφορά του.

https://georgiakitsoumath.weebly.com/thetaepsilonomegarhoiotaepsilonsigma-pirhoomicronsigmaomegapiiotakappaomicrontauetataualphasigma.html

Τα σχόλια είναι κλειστά.