Ανατροπή στην τοποθεσία του ναυαγίου που μαύρισε τα Χανιά

Ο Σταύρος Λαγωνικάκης, επιζών του «Ηράκλειον», ξεδιπλώνει τις μνήμες του

Ανατροπή στην τοποθεσία του ναυαγίου που μαύρισε τα Χανιά

Ήταν 8 Δεκεμβρίου του 1966, όταν το επιβατηγό πλοίο «Ηράκλειον» βυθίστηκε κοντά στην Φαλκονέρα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους δεκάδες άνθρωποι, ο αριθμός των οποίων ποτέ δεν μπόρεσε να ειπωθεί με ασφάλεια. Από το ναυάγιο λέγεται πως διασώθηκαν 47 άνθρωποι. Ένας από τους εναπομείναντες εν ζωή διασωθέντες, ο Χανιώτης κ. Σταύρος Λαγωνικάκης, φιλοξενήθηκε στο Zarpa Radio 89,6 και την Άννα Παπακωνσταντίνου και μοιράστηκε μνήμες από το παγωμένο εκείνο βράδυ.

«Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, νομίζω ότι είμαι μέσα στο ναυάγιο. Θυμάμαι ότι βρίσκομαι στο πέλαγος», ξεκίνησε να λέει ο κ. Λαγωνικάκης, 85 ετών σήμερα με πλήρη διαύγεια πνεύματος αλλά και με περίσσεια αισιοδοξία για την ζωή.

Σχετικά με το εάν έχουν υπάρξει παρερμηνείες αναφορικά με τις συνθήκες του ναυαγίου, ο κ. Λαγωνικάκης είπε: «Το καράβι κυκλοφορούσε χωρίς την κανονική άδεια, η άδειά του είχε λήξει, είχε πάρει κάποιες παρατάσεις, μια δυο φορές».

Όσον αφορά στις αποζημιώσεις των θυμάτων και των οικογενειών τους δήλωσε: «Μας κάλεσαν 4-5 φορές στα δικαστήρια, πήγαμε, τελικά ούτε πλήρωσαν αποζημιώσεις ούτε τίποτα. Τι αποζημίωση; Τα πήγαινε έλα στην Αθήνα για τα δικαστήρια και η διαμονή ήταν με έξοδα δικά μαςΔιεκδικήσεις υπήρχαν, αλλά τελικά αθωώθηκαν και δεν πλήρωσαν τίποτα. Το μόνο που νομίζω ότι έδωσε το κράτος ήταν κάποιες άδειες κυκλοφορίας στα θύματα που ήταν οδηγοί. Κάποιες μισές άδειες έχουν δοθεί αλλά με χρέωση».

Ερωτώμενος ο κ. Λαγωνικάκης για το εάν μετά το ναυάγιο βελτιώθηκαν οι συνθήκες ταξιδιού και η ασφάλεια στα πλοία, είπε πως «το ναυάγιο έγινε στις 2 τη νύχτα και μας έβγαλαν το απόγευμα. Οι βελτιώσεις που έχουν γίνει είναι ότι τώρα, εάν θα γίνει ένα ναυάγιο ή κάποιο δυστύχημα, υπάρχουν τα μέσα για να παρέμβουν αυτομάτως. Όχι 15 ώρες που πέρασαν για να βγάλουν εμάς. Είναι μεγάλη η διαφορά».

Ο κ. Λαγωνικάκης εξιστορώντας την μοιραία νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου του 1966, αναφέρθηκε στο πώς ξεκίνησε η βύθιση του πλοίου:

«Εάν εξαιρέσουμε ορισμένους οδηγούς, πολλοί είχαν αντιληφθεί ή είχε ειδοποιήσει ο ένας τον άλλον ότι είχε φύγει η πόρτα του καραβιού, πήγαν στο σαλόνι, προσπάθησαν να πάνε στο γκαράζ, δεν μπορούσαν να σιμώσουν καθόλου, διότι είχε φύγει η πόρτα και έμπαιναν τα κύματα μέσα»,  και συνέχισε λέγοντας για το φορτηγό που δεν ήταν δεμένο και προκάλεσε το ναυάγιο «οπωσδήποτε το φορτηγό -ψυγείο που έπεσε πάνω στην πόρτα δεν ήταν δεμένο. Τότε υπήρχε το Ηράκλειον και το Φαιστός. Υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ τους για το ποιος θα πρωτοπάει στον Πειραιά.

Το Ηράκλειον έφευγε στις 20.00 και το Φαιστός στις 20.30. Όμως το Ηράκλειον δεν έφυγε στις 8 γιατί είχε έναν τακτικό πελάτη, φορτηγό και είχε καθυστέρηση μισή ώρα, ο καπετάνιος τον περίμενε αυτό το μισάωρο και μόλις μπήκε μέσα στο φορτηγό, αυτομάτως ξεκινήσαμε. Ίσα ίσα που τράβηξαν την πόρτα, τότε δεν ήταν υδραυλικές όπως τώρα. Το φορτηγό όπως μπήκε μέσα, δεν μπήκε κατά μήκος του καραβιού αλλά στο πλάι. Οπότε κάποια στιγμή όταν φύγαμε, αυτό δεν ήταν δεμένο, αν ήταν δεμένο αποκλείεται να είχε γίνει αυτό το ατύχημα κατά τη γνώμη μου». Το πλοίο παρά τους ισχυρούς ανέμους των 8-9 μποφόρ ταξίδεψε…

Ανατροπή στα δεδομένα της τοποθεσίας του ναυαγίου

Ο κ. Λαγωνικάκης  ανέφερε την ακριβή τοποθεσία που έγινε το ναυάγιο: «Όλος ο κόσμος ξέρει Φαλκονέρα και όλοι μας λέμε Φαλκονέρα. Το ναυάγιο όμως 100% έγινε στην Αντίμηλο, αυτό δείχνουν οι υπηρεσίες, όποιος θέλει να πάει να το βρει ακριβώς».

«Όταν λέμε 8-9 μποφόρ είναι να σαν ένα διώροφο σπίτι τα κύματα. Ήμουν με τον Μπελώνη κοντά στο κασόνι».

«Εγώ κοιμόμουν μόνος στην καμπίνα όταν άκουσα τον συναγερμό. Ξυπνούσα και νωρίτερα γιατί άκουγα τα βαρέλια που χτυπούσαν και πήγαιναν από τη μια μεριά στην άλλη… Κάποια στιγμή, μετά από αυτό, ακούω ένα καμπανάκι, το οποίο ήταν ο συναγερμός. Μόνο που ξύπνησα και αντιλήφθηκα ότι το κεφάλι μου πήγαινε κάτω και τα πόδια μου ψηλά…λέω κάτι δεν πάει καλά, βουλιάζουμε. Πάω να καθίσω στο κρεβάτι και δεν μπορούσα να καθίσω, τούμπαρα… είχε πάρει κλίση το καράβι.

Ανοίγω την πόρτα χωρίς να πάρω το σωσίβιο που υπήρχε κάτω από το κρεβάτι, γιατί δεν είχα χρόνο. Αφού είχα και κάτι χρήματα μέσα στο σλιπάκι μου, ήταν ένα αρκετά μεγάλο ποσό γιατί ασχολούμουν με το εμπόριο και πήγαινα για δουλειά στην Αθήνα, τα πέταξα για να μπορέσω να ελευθερωθώ, να κινηθώ. Άνοιξα την πόρτα και πήγα με τα τέσσερα μέχρι την σκάλα».

Πάνω στον πανικό του «βουλιάζουμε» ο κ. Λαγωνικάκης είπε πως «θέλεις δεν θέλεις, κοιτάζεις να δεις πώς θα γλιτώσεις. Δεν έχει θάρρος. ‘Η μένεις και λες πνίγομαι, ή συνεχίζεις, οπότε κανείς δεν κάθεται να πει έχω τη γνώμη, σαν τον τρελό κάνει να δει πως θα γλιτώσει. Μετά από μένα αποκλείεται να βγήκε άλλος, διότι το πάτωμα που πατάγαμε είχε γίνει τοίχος. Πιάστηκα στην κουπαστή, χωρίς να πατάνε τα πόδια μου και ανέβηκα στο σαλόνι. Εκεί συνάντησα 4-5 άτομα που τα είχε «πάρει» η κλίση του καραβιού και τους έριξε στο νερό γι’ αυτό και δεν βρέθηκαν καθόλου. Με τα τέσσερα έφτασα στην πόρτα εξόδου. Ένα μέτρο πριν φτάσω, με παίρνει η κλίση του καραβιού και γλιστράω. Ευτυχώς για καλή μου τύχη τα πόδια μου χτύπησαν στο κάγκελο που είναι για να μην πέφτει ο κόσμος και σταμάτησα. Αν είχα πάει 10 πόντους πιο δεξιά ή αριστερά δε θα έβγαινα ζωντανός. Έβλεπα ότι το νερό ήταν έτοιμο να με φτάσει και την ώρα που ήταν να φτάσω την πόρτα, έσβησαν τα φώτα.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν φώτα στο καράβι γι’ αυτό και έχω τη γνώμη ότι στο μηχανοστάσιο δεν είχαν μπει νερά. Εάν είχαν μπει από την αρχή θα είχαν σβήσει και τα φώτα. Μόλις φτάνω στο ένα μέτρο από την πόρτα γίνεται πίσσα σκοτάδι μέσα στο καράβι. Είχα εντοπίσει εγώ ότι η πόρτα είναι μπροστά μου και με δυο βήματα που έκανα με τα χέρια μου πήγα στο πλατύσκαλο, πιάνομαι και όταν βγήκα έξω το πάτωμα ήταν όρθιο και από πάνω μου τα κάγκελα για να μην πέφτει ο κόσμος. Οπότε κρατήθηκα στα κάγκελα αυτά. Σαν τον ταρζάν έφτασαν στο πίσω μέρος, άκουγα διάφορα ονόματα, πρέπει να είχαν πρωτοπέσει 5-6 άτομα και φώναζε ο ένας τον άλλο…εγώ ήμουν στο κάγκελο και σκεφτόμουν αν θα πέσω ή όχι, τελικά έπαιξα βουτιά και για καλή μου τύχη, δεν έτυχε τίποτα και σώθηκα. Γύρισα και είδα πίσω μου το καράβι τελείως τουμπαρισμένο».

Αναφερόμενος στα τελευταία λεπτά λίγο πριν την διάσωση, ο κ. Λαγωνικάκης δήλωσε:

«Δεν διασώθηκε καμία γυναίκα. Το κασόνι μας το είχε πάρει το κύμα και ήμασταν απομακρυσμένοι από το σημείο που έβγαζαν τους ναυαγούς. Εμάς μας είχε πάρει ένα οχηματαγωγό, το «Σύρος», το οποίο έφυγε το πρωί από την Σούδα. Ήταν κάπως αργόστροφο και μας βρήκε τελευταίους. Βλέπαμε τα καράβια σε απόσταση από μας και νομίζαμε ότι δεν υπάρχουν άλλοι ναυαγοί και είμαστε οι μόνοι και μας αφήνουν να πνιγούμε ενώ στην ουσία τα καράβια ήταν καμία δεκαριά σε μεγάλη απόσταση από μας και δεν ερχόταν κανένα.

Πέρασε και μια ντακότα από πάνω, έριξε φωτοβολίδα, νομίζαμε ότι θα έρθουν τα καράβια να μας βγάλουν, απελπιστήκαμε, ξαναπέρασε, μας έριξε ένα κίτρινο πράγμα σαν σεντόνι αλλά δεν είχαν υπολογίσει τον αέρα και το σεντόνι έπεσε καμία πενηνταριά μέτρα μακριά από εμάς. Αντί να έρθει μπροστά μας, ο αέρας το έφερε στην αντίθετη μεριά και μόλις έπεσε στην θάλασσα έγινε μια μεγάλη βάρκα αλλά πού να αφήσεις το κασόνι που είναι ο σωτήρας σου και να πεις πάω κολυμπώντας εκεί;»

Στην συνέχεια, ο κ. Λαγωνικάκης περιέγραψε την στιγμή που διασώθηκαν και ανέβηκαν στο πλοίο να πάρουν τις πρώτες βοήθειες:

«Μόλις μας τράβηξαν πάνω, είπα γλίτωσα. Ήταν άλλοι δυο ναυαγοί πάνω. Όταν μας βγάλανε, ήμασταν στο κατάστρωμα, συζητούσαμε, χαρήκαμε, είπαμε γλιτώσαμε και περιμέναμε να μας φέρουνε ρούχα. Ο Μπελώνης ήταν κανονικά με τα ρούχα, εγώ είχα πέσει με το σλιπάκι και τον φανελάκι και το σλιπάκι πότε έφυγε…ούτε που ξέρω. Ήμουν γυμνός και περίμενα να μας φέρουν ρούχα. Μας πήγανε στα κρεβάτια να κοιμηθούμε.

Εκεί είδαμε πολύ μεγάλο ζόρι, διότι τα πετρέλαια που ίσως είχαν πέσει ή η θάλασσα δεν ξέρω, είχαν κάνει εγκαύματα στα μάτια μας και εκεί που ήμασταν ξαπλωμένοι, δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τα μάτια μας, ήταν σα να είχε πέσει μια χούφτα με άμμο, τόσο πολύ. Μας έβαζαν κολλύρια, βλέπαμε ανακούφιση και μετά από πέντε λεπτά, πάλι άμμος-γυαλόχαρτο. Είχε ο καθένας έναν ναύτη δίπλα, κομπρέσσες με βαμβάκι και νερό. Μέχρι κάποια στιγμή ηρέμησαν αλλά ακόμα μεγαλύτερο ζόρι από την θάλασσα ήταν όταν μετά από κάποια ώρα που άρχισε το σώμα να επανέρχεται από κει που είχε παγώσει και νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε από το κρύο. Μας είχαν βάλει τέσσερις κουβέρτες και κρυώναμε αλλά μετά από κάποια ώρα επανήλθαμε. Εκεί είδαμε πολύ περισσότερο κρύο από ότι στην θάλασσα».

Μιλώντας για άλλους επιζώντες του ναυαγίου, ο κ. Λαγωνικάκης αναφέρθηκε στον Μπελώνη που έφυγε από την ζωή πριν λίγα χρόνια και έναν ακόμη, τον κ. Κουκουνάκη, ο οποίος ζει στο Ρέθυμνο.

«Τι να φοβηθώ; Εδώ δε φοβήθηκα τους ζουλού που με κυνηγούσαν να με φάνε»

Ο κ. Λαγωνικάκης όπως είπε, ήταν πάντα ψύχραιμος στην ζωή του και η κακή αυτή εμπειρία μπορεί να του έμεινε αξέχαστη, αλλά δεν τον εμπόδισε ποτέ να συνεχίσει την ζωή του χωρίς φόβους:

«Ίσως είμαι ψύχραιμος, όπως θες πες το, το καθετί το αντιμετωπίζω εκείνη τη στιγμή. Συνεχίζω και λέω πρόσεχε. Επειδή είχα δουλειές που δεν είχαν τελειώσει, μετά από μια βδομάδα ξαναμπήκα στο πλοίο, το Αγγέλικα και ξαναπήγα στην Αθήνα. Το μόνο βέβαια εκείνη την εποχή, ήταν ότι έτριζαν τα καράβια. Όταν άκουγα τα τριξιματάκια, έλεγα ωχ καμιά λαμαρίνα. Κάθε που ταξίδευα πήγαινε το μυαλό μου στο ναυάγιο. Τι να φοβηθώ; Εδώ πήγα στην Ζούγκλα και με πήραν κυνήγι οι ζουλού να με φάνε…και δεν φοβήθηκα. Μετά το ναυάγιο είχα πάει. Εγώ το έχω ξεπεράσει, το έχω σαν μια ιστορία».

Ο κ. Λαγωνικάκης σίγουρα αποτελεί παράδειγμα αισιοδοξίας και δίνει το δικό του μήνυμα για την ζωή: «Ο κόσμος να έχει ψυχραιμία και επειδή δεν ξέρει κανείς πότε έρχεται ο θάνατος να έχει καλή ψυχή και να είναι καλός σε όλο τον κόσμο».

zarpanews.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.