Μάθημα ελληνικών τυριών: Τα 22 ΠΟΠ που μας κάνουν περήφανους

Ημερομηνία:

Αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής των Ελλήνων, τα τυριά παρασκευάζονται στον τόπο μας από την αρχαιότητα σε μια μεγάλη ποικιλία. Ωστόσο αυτά που φέρουν πιστοποίηση ΠΟΠ είναι 22 στον αριθμό και αξίζει να τα γνωρίσουμε καλύτερα.

Δεν ξέρω αν ο πρώτος τυροκόμος ήταν όντως ανθρωποφάγος Κύκλωπας, αν τον έλεγαν Πολύφημο κι αν τον τύφλωσε ο Οδυσσέας για να δραπετεύσει από τη σπηλιά του, ωστόσο το τυρί είναι συνυφασμένο με τη διατροφή του Έλληνα από την αρχαιότητα και με αποδείξεις. Στις ημέρες μας υπάρχει ένα χαριτωμένο μπέρδεμα:

τυρί για τον Βορειοελλαδίτη είναι η φέτα και κασέρι όλα τα κίτρινα τυριά, ασχέτου ονομασίας και προέλευσης. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δεκάδες τυριά που φτιάχνονται σε όλη τη χώρα, με τη φέτα να αποτελεί την κορωνίδα. Είκοσι δύο από αυτά όμως έχουν χαρακτηριστεί ΠΟΠ και, πριν τα γνωρίσουμε, θα τα χωρίσουμε σε κατηγορίες:

Άρμης (4): Φέτα, καλαθάκι Λήμνου, σφέλα νότιας Πελοποννήσου και Μεσσηνίας, μπάτζος νότιας Πελοποννήσου και Μεσσηνίας.

Μαλακά αλειφόμενα (6): Ανεβατό Γρεβενών και Βοΐου Κοζάνης, γαλοτύρι Ηπείρου, κατίκι Δομοκού, πηχτόγαλο Χανίων, κοπανιστή Κυκλάδων, τσαλαφούτι.

Τυρογάλακτος (3): Μανούρι Μακεδονίας και Θεσσαλίας, ξινομυζήθρα Κρήτης, ξύγαλο Σητείας.

Ημίσκληρα (3): Κασέρι Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ξάνθης και Λέσβου, φορμαέλα Παρνασσού, μετσοβόνε.

Σκληρά (6): Κεφαλογραβιέρα Αιτωλοακαρνανίας, Ηπείρου και δυτικής Μακεδονίας, γραβιέρα Αγράφων, γραβιέρα Κρήτης, γραβιέρα Νάξου, λαδοτύρι Μυτιλήνης, Σαν Μιχάλη Σύρου.

Τι σημαίνει όμως ΠΟΠ;

Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο της Ε.Ε., ένα προϊόν, για να χαρακτηριστεί ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), οφείλει να τηρεί κάποια αυστηρά κριτήρια: τα προϊόντα πρέπει να καλλιεργούνται, να συγκομίζονται, να μεταποιούνται και να παράγονται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ώστε να φέρουν τα χαρακτηριστικά που της αποδίδονται.

Και πότε είναι ένα τυρί ΠΟΠ;

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 1107/96 12.6.96, για να φέρει ένα τυρί την πιστοποίηση ΠΟΠ, το γάλα από το οποίο παρασκευάζεται θα πρέπει να προέρχεται από συγκεκριμένη περιοχή, από ζώα που ζουν και έχουν προσαρμοστεί πλήρως στο περιβάλλον και η διατροφή τους να βασίζεται στη χλωρίδα του τόπου.

Η παραγωγή τους πρέπει να γίνεται χωρίς τη χρήση χημικών, με τις παραδοσιακές τεχνικές και μεθόδους των ντόπιων τυροκόμων. Αυτό σημαίνει πως αν ένα τυρί είναι ΠΟΠ, κανένα άλλο που δεν πληροί τα συγκεκριμένα κριτήρια δεν μπορεί να φέρει την ίδια ονομασία. Αν σκεφτούμε πως 126 συνολικά τυριά της Ευρώπης έχουν το χαρακτηρισμό ΠΟΠ και από αυτά τα 22 είναι ελληνικά, δεν τα πάμε κι άσχημα…

Άρμης
Φέτα: Παρασκευάζεται αποκλειστικά από αιγοπρόβειο γάλα (τουλάχιστον 70% πρόβειο και έως 30% κατσικίσιο).

Η γεύση της είναι γαλακτώδης και αλμυρή, ελαφρώς όξινη και πικάντικη. Είναι ΠΟΠ από το 1994 και, για να φέρει το όνομα «φέτα», πρέπει να προέρχεται από συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας: Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Λέσβο και Λήμνο. Αλλιώς, χαρακτηρίζεται λευκό τυρί άρμης ή κατσικίσιο όταν φτιάχνεται από κατσικίσιο γάλα.

Πώς καταναλώνεται: Πέρα από απαραίτητο συστατικό της χωριάτικης σαλάτας, της παραδοσιακής τυρόπιτας, της σπανακοτυρόπιτας αλλά και όλης της γκάμας των ελληνικών πιτών με τυρί, η φέτα συνοδεύει εξαιρετικά τα λαδερά μας, μπαίνει στα ζυμαρικά, λιώνει, ψήνεται και τηγανίζεται για να γίνει ντιπ, σαγανάκι, μπουγιουρντί, αλλά είναι και η βάση για πολλές ακόμα ευφάνταστες παρασκευές, αφού μαζί με το ελαιόλαδο αποτελούν χαρακτηριστικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής.

Καλαθάκι:

Λευκό τυρί άρμης, παρασκευάζεται στη Λήμνο από πρόβειο ή και μείγμα αιγοπρόβειου γάλακτος. Η μάζα του έχει τρυπούλες γεμάτες λίπος. Είναι αλμυρό, πικάντικο και ελαφρά όξινο, με μεστή και γεμάτη γεύση. Έχει πολλές ομοιότητες με τη φέτα, με τη διαφορά ότι αυτό έχει σχήμα καλαθιού, από το σκεύος μέσα στο οποίο ωριμάζει, εξού και το όνομά του.

Πώς καταναλώνεται: Όπως ακριβώς και η φέτα, σε σαλάτες, πίτες, αλλά και ως μεζές ή συνοδευτικό. Φρέσκο ή πιο ξηρό, ταιριάζει πολύ με ζυμαρικά, ιδιαίτερα με τα φλωμάρια της Λήμνου.

Σφέλα:

Γνωστό και ως «φέτα της φωτιάς», είναι επιτραπέζιο, ημίσκληρο λευκό τυρί άρμης που παρασκευάζεται από αιγοπρόβειο γάλα. Επί της ουσίας, είναι ένα είδος φέτας με αναθερμασμένη τυρόμαζα. Δεν έχει επιδερμίδα και η μάζα του είναι γεμάτη τρυπούλες. Είναι αρκετά πικάντικο και αλμυρούτσικο με υπόξινη γεύση. Παρασκευάζεται μόνο στην Πελοπόννησο, στους Νομούς Μεσσηνίας και Λακωνίας, με τη μέθοδο αναθέρμανσης της τυρόμαζας και ωριμάζει σε βαρέλια ή δοχεία από λευκοσίδηρο. Είναι ΠΟΠ από το 1996.

Πώς καταναλώνεται: Ως συνοδευτικό επιτραπέζιο τυρί, μαζί με ψωμί και λαλάγγια, τα μανιάτικα τηγανητά αρτοσκευάσματα, ενώ συχνά μπαίνει σε πίτες και σαλάτες.

Μπάτζος:

Σκληρό άπαχο τυρί, που παρασκευάζεται μόνο στη Μεσσηνία και τη νότια Πελοπόννησο, από μερικώς αποβουτυρωμένο πρόβειο ή αιγοπρόβειο γάλα. Έχει ελαφρώς πικάντικη και αλμυρή γεύση, ευχάριστα υπόξινη.

Πώς καταναλώνεται: Είναι φοβερός τσιπουρο-ουζομεζές και ιδανικά τρώγεται ψημένο στη σχάρα ή τηγανητό σε σαγανάκι.

Μαλακά αλειφόμενα

Ανεβατό: Γνωστό και ως νιβατό ή ανιβατό, είναι λευκό αλειφώδες τυρί που παράγεται στην περιοχή των Γρεβενών και Βοΐου Κοζάνης από πρόβειο ή κατσικίσιο ή μείγμα αυτών γάλα το οποίο στη συνέχεια αλατίζεται και αφήνεται να ωριμάσει για δύο τουλάχιστον μήνες.

Περιέχει 45% λιπαρά επί ξηρού και μέγιστη υγρασία 60%. Είναι παραδοσιακό τυρί των νομάδων κτηνοτρόφων της βόρειας Πίνδου και πήρε την ονομασία του από το ανέβασμα της τυρόμαζας στην επιφάνεια του καζανιού μετά το πήξιμό του με πυτιά και το διαχωρισμό του από το τυρόγαλα.

Παλαιότερα φτιαχνόταν από γίδινο γάλα, ενώ για τη στράγγιση και την ωρίμανσή του χρησιμοποιούσαν τουλούμια από κατσικίσιο δέρμα. Στη σύγχρονη εκδοχή του, αναγνωρίστηκε ως ΠΟΠ το 1994, οπότε τυποποιήθηκε και η διαδικασία παραγωγής του.

Πώς καταναλώνεται: Ως μεζές και συνοδευτικό, σκέτο ή με παξιμάδι, σε σαλάτες, πίτες και μακαρονάδες.

Γαλοτύρι:

Είναι λευκό αλειφώδες τυρί που παράγεται στην περιοχή της Ηπείρου από πρόβειο καλοκαιρινό γάλα, που είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε λιπαρά, χωρίς την προσθήκη μαγιάς. Έχει 40% λιπαρά επί ξηρού και μέγιστη υγρασία 75%. Σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες, το γαλοτύρι παλιά γινόταν μέσα σε τουλούμια, που γέμιζαν σταδιακά με γάλα από διαδοχικά αρμέγματα, και στη συνέχεια έμενε να ωριμάσει μέσα σε αυτά. Αυτή η τεχνική προσαρμόστηκε στις σύγχρονες συνθήκες.

Πώς καταναλώνεται: Κυρίως σε σαλάτες, ως μεζές ή συνοδευτικό.

Κατίκι:

Λευκό αλειφώδες τυρί που παράγεται στην περιοχή του Δομοκού από αιγοπρόβειο γάλα, το πιο γνωστό και επιτυχημένο εμπορικά στην κατηγορία του. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αλειφώδη τυριά είναι η χαμηλή περιεκτικότητά του σε λιπαρά, η οποία κυμαίνεται γύρω στο 13%, καθιστώντας το ιδιαίτερα ενδιαφέρον για όσους προσέχουν τη διατροφή τους. Αναγνωρίστηκε ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης μεταξύ 1994 και 1996 για την Ε.Ε., αλλά η ιστορία του χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Πώς καταναλώνεται: Ως μεζές παρέα με ψωμί ή παξιμάδι, ως συνοδευτικό, σε σαλάτες και μακαρονάδες.

Πηχτόγαλο:

Λευκό αλειφώδες τυρί που παρασκευάζεται από πλήρες γάλα, πρόβειο ή μείγμα πρόβειου με λίγο γίδινο. Έχει υφή πυκνού γιαουρτιού και μυρωδιά φρέσκου γάλακτος. Η γεύση του είναι γεμάτη, ελαφρώς βουτυρένια, με μια ανεπαίσθητη οξύτητα. Περιέχει 18% λίπος (ως έχει), ενώ η υγρασία του αγγίζει το 60%.

Πώς καταναλώνεται: Σε πίτες, τάρτες και κρητικά πιτάκια.

Κοπανιστή:

Μαλακό, κρεμώδες τυρί με αλμυρή, έντονα πικάντικη, πιπεράτη γεύση που οφείλεται στην ανάπτυξη μυκήτων. Παρασκευάζεται στις Κυκλάδες από μη παστεριωμένο κατσικίσιο ή πρόβειο γάλα και ενίοτε από αγελαδινό ή μείγμα αυτών και φυσική πυτιά. Οι πιο διάσημες κοπανιστές είναι της Μυκόνου και της Τήνου.

Πώς καταναλώνεται: Ιδανικός τσιπουρο-ουζομεζές για άλειμμα σε παξιμάδι ή φρυγανισμένο ψωμί.

Τσαλαφούτι:

Μαλακό αλειφόμενο τυρί, με βελούδινη υφή και υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία, περίπου 75%. Παρασκευάζεται κυρίως στα Τζουμέρκα και στην Ευρυτανία από πρόβειο γάλα, από τις αρχές Ιουλίου έως και τα τέλη Αυγούστου. Η γεύση του είναι αλμυρή και πικάντικη και θυμίζει το γαλοτύρι. Είναι το τελευταίο τυρί που καταχωρίστηκε ως ΠΟΠ, το 2023.

Πώς καταναλώνεται: Ως συνοδευτικό σε λαδερά, σαλάτες και ζυμαρικά.

Τυρογάλακτος
Μανούρι:

Εξαιρετικό λευκό μαλακό τυρί, με συμπαγή και κρεμώδη υφή, ξεχωριστό άρωμα και μεστή, ελαφρώς γλυκιά, έντονα βουτυράτη και γαλακτερή γεύση. Είναι ένα από τα παλιότερα και πιο παραδοσιακά ελληνικά τυριά και παρασκευάζεται σε χαρακτηριστικό κυλινδρικό σχήμα στη Θεσσαλία και την κεντρική και δυτική Μακεδονία από πρόβειο ή κατσικίσιο ή αιγοπρόβειο πλήρες γάλα με την προσθήκη κρέμας γάλακτος.

Πώς καταναλώνεται: Επιτραπέζιο τυρί, κατάλληλο για ορεκτικό και συνοδευτικό για φρούτα με μέλι και ξηρούς καρπούς. Ιδανικό για σαλάτες, ζυμαρικά και πίτες. Κάποιες φορές παλαιώνεται και τρίβεται, κυρίως σε ζυμαρικά, και άλλες πανάρεται και τηγανίζεται.

Ξινομυζήθρα Κρήτης:

Με την ονομασία «ξινομυζήθρα» συναντάμε αρκετά τυριά σχεδόν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία όμως διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το είδος του γάλακτος που χρησιμοποιείται όσο και ως προς την τεχνική παρασκευής τους.

Η ξινομυζήθρα Κρήτης είναι η μοναδική ΠΟΠ, μέχρι στιγμής. Παράγεται από στραγγισμένο πρόβειο ή και κατσικίσιο τυρόγαλα, το οποίο θερμαίνεται, αναδεύεται και στη συνέχεια αναμειγνύεται με μια μικρή ποσότητα πλήρους γάλακτος (έως 15%). Το τυρόπηγμα που προκύπτει αφήνεται για 30 λεπτά και κατόπιν στραγγίζεται μέσα σε καλούπια, πιέζεται και μένει λίγο να ωριμάσει. Πρόκειται για μια παραλλαγή της μυζήθρας.

Η σύγχρονη διαδικασία παραγωγής της ενσωματώνει αρκετά στοιχεία της τυροκομικής παράδοσης, όπως έχει καταγραφεί στις διηγήσεις παλιών κτηνοτρόφων, κυρίως από τις κεντρικές περιοχές του νησιού.

Πώς καταναλώνεται: Στον κρητικό ντάκο, σε σαλάτες, πίτες και ζυμαρικά, αλλά και σε γλυκά.

Ξύγαλο (Ή ξίγαλο):

Είναι από τα νεότερα μέλη του κλαμπ των ΠΟΠ τυριών και το πρώτο από ελληνικής πλευράς που αναγνωρίστηκε, το 2011, ακολουθώντας εξαρχής την αυστηρή διαδικασία των Βρυξελλών. Το όνομά του προέρχεται από το αρχαιοελληνικό οξύγαλα και είναι προσαρμογή στο γλωσσικό ιδίωμα της Σητείας.

Ο τρόπος παρασκευής του χάνεται στα βάθη της ιστορίας, στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αρχικά, παραγόταν στη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν το κατσικίσιο και το πρόβειο γάλα λιγόστευαν και δεν επαρκούσαν για τη δημιουργία σκληρών τυριών, ενώ και οι θερμοκρασίες της εποχής ευνοούσαν τη φυσική οξίνισή του. Νοικοκυρές και τυροκόμοι χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή του ειδικά πήλινα δοχεία (κουρούπια) που βοηθούσαν στην απομάκρυνση του ορού χωρίς να σπάει το τυρόπηγμα.

Πώς καταναλώνεται: Σε σαλάτες, πίτες, πιτάκια, ζυμαρικά και γλυκά.

Ημίσκληρα

Κασέρι:

Με συμπαγή μάζα, χωρίς τρύπες, ευχάριστη γεύση, χαρακτηριστικό άρωμα και απαλό λευκοκίτρινο χρώμα. Παρασκευάζεται μόνο στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ξάνθη και τη Λέσβο, από πρόβειο κυρίως γάλα, κάποιες φορές με την προσθήκη ελάχιστου κατσικίσιου. Έχει μέγιστη υγρασία 45% και ελάχιστη περιεκτικότητα σε λίπος επί ξηρού 40%. Είναι ΠΟΠ από το 1996.

Πώς καταναλώνεται: Ωμό ως επιτραπέζιο τυρί, ως συνοδευτικό κρασιού, ιδίως όταν είναι παλαιωμένο. Επίσης, σε πίτες, τάρτες, σουφλέ και ζυμαρικά και γενικά όπου χρειαζόμαστε τυρί που να λιώνει και να κρατά ελαστικότητα.

Φορμαέλα:

Μέτρια αλμυρή, με πλούσιο άρωμα, πικάντικη επίγευση, ωχροκίτρινο χρώμα και ελαστική υφή. Παρασκευάζεται στα όρια του Δήμου Διστόμου – Αράχωβας – Αντίκυρας, από γάλα γίδινο ή πρόβειο ή μείγμα αυτών, σε κυλινδρικό σχήμα, που παίρνει από τα καλαθάκια λυγαριάς μέσα στα οποία ωριμάζει σχηματίζοντας στο τέλος μια σκληρή χαρακτηριστική κρούστα.

Πώς καταναλώνεται: Πάντα ψητό στη σχάρα ή τηγανητό και πανέ, γιατί μόνο όταν ψήνεται βγάζει τα αρώματά του. Επίσης, συνοδεύει τις πράσινες σαλάτες και τα ψητά λαχανικά και αγαπά πολύ το μέλι, τις μαρμελάδες, τα τσάτνεϊ και το σουσάμι.

Μετσοβόνε:

Ημίσκληρο, καπνιστό τυρί που παρασκευάζεται στο Μέτσοβο, στο τυροκομείο του Ιδρύματος Τοσίτσα, από αγελαδινό γάλα με πρόσμειξη πρόβειου και κατσικίσιου. Φτιάχνεται με την τεχνική της ελαστικής τυρόμαζας σε χαρακτηριστικό κυλινδρικό σχήμα και εξωτερικά είναι κερωμένο. Έχει παλ κίτρινο χρώμα, γεύση γλυκοπικάντικη και ευχάριστα καπνιστή, απαλή και λεία υφή, διάσπαρτη με μικρές τρύπες.

Πώς καταναλώνεται: Επιτραπέζιο τυρί που τρώγεται ωμό και ψημένο, είναι ιδανικό ως ορεκτικό και συνοδευτικό σε πλατό τυριών, μπαίνει σε σαλάτες, πίτες, τάρτες, ζυμαρικά και σάντουιτς.

Σκληρά

Κεφαλογραβιέρα:

Παραδοσιακό σκληρό τυρί που παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα –κάποιες φορές και ελάχιστο κατσικίσιο, έως 10%– στην Αιτωλοακαρνανία, την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία. Ωριμάζει για τουλάχιστον τρεις μήνες, έχει πλούσιο άρωμα και αλμυρή γεύση. Όταν είναι φρέσκο, είναι πιο μαλακό, καθώς σκληραίνει όσο παλαιώνει. Έχει λεπτή και σκληρή επιδερμίδα, ελαφρώς ελαστική μάζα με κιτρινωπό χρώμα και αρκετές τρύπες.

Πώς καταναλώνεται: Όταν είναι φρέσκο, σερβίρεται ωμό ως επιτραπέζιο τυρί ή σε πλατό τυριών και σάντουιτς. Τρίβεται σε μακαρονάδες και πίτες, πανάρεται και τηγανίζεται σε σαγανάκια.

Γραβιέρα Αγράφων:

Ξεκίνησε τη διαδρομή της ως «τυρός Αγράφων» και είναι η πρώτη που παρασκευάστηκε στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα, από τον Ραϊνόλδο Δημητριάδη (1863-1919), έναν Ελληνογερμανό γεωπόνο, με σπουδές στη Γαλλία, που θέλησε να αναπαραγάγει το ελβετικό γκρουγιέρ (gruyère) στα βουνά της κεντρικής Ελλάδας

. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες και πιο σπάνιες γραβιέρες. Παρασκευάζεται στον ορεινό όγκο των Αγράφων από γάλα που προέρχεται από φυλές προβάτων και αιγών που παραδοσιακά εκτρέφονται στην περιοχή και η διατροφή τους βασίζεται στην πλούσια χλωρίδα των Αγράφων. Εξωτερικά φέρει φυσική κόρα, έχει χρώμα ανοικτοκίτρινο με διάσπαρτες τρυπούλες, γεύση μεστή, γλυκιά και ελαφρά όξινη με πλούσια αρώματα.

Πώς καταναλώνεται: Κυρίως ως επιτραπέζιο τυρί, αλλά και ως σαγανάκι ή ψητό στη σχάρα.

Γραβιέρα Κρήτης:

Παρασκευάζεται σε όλη την Κρήτη από αιγοπρόβειο γάλα, αλλά η καλύτερη εκδοχή της είναι όταν γίνεται μόνο από πρόβειο. Αποτελεί ένα από τα σύμβολα της διατροφής του νησιού, αν και φτιάχνεται για λιγότερο από εκατό χρόνια και είναι το μοναδικό προϊόν που οι Κρητικοί αποκαλούν τυρί.

Η συνταγή της έφτασε στο νησί στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και οι πρώτες τυροκομήσεις έγιναν στη Γεωργική Σχολή της Γόρτυνας, στο Ηράκλειο. Έχει μέγιστη επιτρεπόμενη υγρασία 38%, λιπαρά 40% κατ’ ελάχιστο επί ξηρού και αλάτι που δεν πρέπει να ξεπερνά, επισήμως, το 2%. Με σκληρή επιδερμίδα και μάζα και ελαστική υφή, είναι διάσπαρτη από τρυπούλες και έχει χρώμα υποκίτρινο έως κίτρινο.

Κυκλοφορεί σε κυλινδρικά κεφάλια με ποικίλες διαστάσεις και βάρη και η γεύση της είναι ελάχιστα αλμυρή, έντονα βουτυράτη και γαλακτερή από τις πρωτεΐνες του γάλακτος. Η παλαιωμένη εκδοχή της είναι φυσικά η καλύτερη.

Πώς καταναλώνεται: Ως επιτραπέζιο κυρίως τυρί, ως ορεκτικό αλλά και σαγανάκι ή στη σχάρα. Ταιριάζει σε πράσινες σαλάτες, πίτες και τάρτες, τρίβεται σε ζυμαρικά και συνοδεύεται άψογα από φρούτα και μέλι.

Γραβιέρα Νάξου:

Από αγελαδινό γάλα 80% κατ’ ελάχιστον και 20% αιγοπρόβειο με προσθήκη πυτιάς. Φτιάχνεται σε κυλινδρικά κεφάλια διαφόρων μεγεθών. Έχει σκληρή επιδερμίδα, συμπαγή ελαστική μάζα με χαρακτηριστικές τρυπούλες, φίνο άρωμα και γλυκιά λεπτή γεύση.

Πώς καταναλώνεται:

Είναι κατάλληλη για ορεκτικό και πλατό τυριών, επίσης μπαίνει σε σαλάτες, πίτες και τάρτες και είναι ιδανικό συνοδευτικό για φρούτα. Η γραβιέρα του Αγροτικού Συνεταιρισμού Νάξου κυκλοφορεί και σε μπαστούνι για να κόβεται εύκολα σε φέτες και να μπαίνει σε σάντουιτς και τοστ, όπου λιώνει υπέροχα.

Λαδοτύρι:

Πικάντικο, έως πολύ πιπεράτο στη γεύση, με χρώμα λευκό, λευκοκίτρινο, μέχρι και κίτρινο στη μέγιστη ωρίμανσή του, με διάσπαρτες τρυπούλες. Παράγεται στη Λέσβο από μείγμα πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος σε αναλογία 70 προς 30. Οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι ωριμάζει μέσα σε ελαιόλαδο.

Πώς καταναλώνεται: Επιτραπέζιο κατά βάση τυρί, τρώγεται ωμό και ψημένο ως σαγανάκι και ταιριάζει με σαλάτες και φρούτα.

Σαν Μιχάλη:

Πικάντικο κίτρινο τυρί με χρυσό δέρμα, πλούσιο σε αρώματα, πολύπλοκο σε γεύση και ισορροπημένο σε αλμυρότητα και γλυκύτητα, έχει συμπαγή, στεγνή υφή και ακανόνιστες τρύπες στη μάζα του και τρίβεται καθώς κόβεται, όπως η παρμεζάνα. Παράγεται στη Σύρο αποκλειστικά από παστεριωμένο αγελαδινό γάλα, το οποίο συλλέγεται από συγκεκριμένα κοπάδια που βόσκουν στην ύπαιθρο τα βότανα της ντόπιας χλωρίδας, δεσμεύοντας αρώματα που προσδίδονται και στο γάλα. Ο χρόνος ωρίμανσής του διαρκεί από τέσσερις έως οκτώ μήνες.

Πώς καταναλώνεται: Κατεξοχήν επιτραπέζιο τυρί, συνοδευτικό με φρούτα, μέλι και μαρμελάδες, μπαίνει σε πίτες, σαλάτες και ζυμαρικά και γίνεται εξαιρετική τυροκροκέτα και σαγανάκι.

Προηγούμενο Άρθρο
placeholder text
Επόμενο Άρθρο
placeholder text

Ανακοίνωση της Ομοσπονδίας “ΝΕΜΕΣΙΣ” για το περιστατικό...

Για το περιστατικό του σκύλου στην Καλαμάτα η...

«Καμπανάκι» για την μείωση της παραγωγής λαδιού...

Ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιοπαραγωγών «ΝΗΛΕΑΣ», μίλησε...

Ανακοίνωση της Ομοσπονδίας “ΝΕΜΕΣΙΣ” για το περιστατικό...

Για το περιστατικό του σκύλου στην Καλαμάτα η...

«Καμπανάκι» για την μείωση της παραγωγής λαδιού...

Ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιοπαραγωγών «ΝΗΛΕΑΣ», μίλησε...
politika-kritis-header-ad
VAVOULAS GROUP 728×90
politika-kritis-ad
CANALE 300X250
politika-kritis-ad

Subscribe

spot_imgspot_img

Popular

More like this
Related

Μακελειό στα Βορίζα: Υπάρχουν επιχειρησιακά λάθη της ΕΛ.ΑΣ.;

Γιατί δεν υπήρχε αστυνομική παρουσία μετά την τοποθέτηση βόμβας; Επιχειρησιακά...

Μακελειό στα Βορίζια: Άνοιξαν το ΠΑΓΝΗ και ιδιωτικές κλινικές για τη διακομιδή τραυματιών

Αδιανόητη τραγωδία στον νομό Ηρακλείου. Εκτός από το Βενιζέλειο, το...

Βεντέτα στα Βορίζα: Τα επιχειρησιακά λάθη της ΕΛ.ΑΣ.

Τι αναφέρουν αστυνομικές πηγές για όσα έπρεπε να είχαν...